Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξεκάνω

  1. πουλάω ένα κινητό ή ακίνητο περιουσιακό στοιχείο. “Το ξέκαμα το κοπάδι μου, γιατί δε μου απέδιδε μεγάλο κέρδος” – “ξέκαμα το αμπέλι” = το πούλησα.
  2. εχθρεύομαι μέχρι θανάτου κάποιον, σκοτώνω. Απειλή: “Κάτσε φρόνιμα γιατί θα σε ξεκάμω”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ξεκάνω (ἐκ-κάμνω) = ἐκποιῶ, ἀπαλλοτριῶ, ἐξαφανίζω, καταστρέφω.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Ξεκάνω: ρ. κάμνω (κάματος), (εκ+κάμνω) = εκκάμνω, αποκάμνω, εντελώς παραλύω.

Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.