ξεκαμπ(ι)ζέλωτος -η -ο
εκείνος που δε φορούσε, παλιά, την καμιζόλα του, που ήταν είδος γελέκου, αντρικού και γυναικείου, που φοριόταν με την παραδοσιακή λαϊκή φορεσιά του νησιού. Δεν ήταν ευπρεπές να μη φοράει κανείς την καμπ΄ζέλα του. Κι όταν αργότερα αντικαταστάθηκε η καμπ΄ζέλα απ΄ το σακάκι, έμεινε η φράση. Σήμερα ξεκαμπζέλωτος σημαίνει χωρίς σακάκι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεκαμπ(ι)ζέλωτος -η -ο (ἐκ-Ἰ. camiciula) = χωρὶς σακκάκι καὶ γιλέκο.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξεκαμπζέλωτος = αὐτός πού ἔχει βγάλει τό σακάκι του, ἔβγαλε τήν καμζέλα του (ἔβγαλε τήν ζακέτα του).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής