Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξέκοπα (επίρρ)

μίσθωση κτήματος “κατ΄ αποκοπήν”. Η μίσθωση γινόταν πάνω στο σύνολο της σοδειάς του κτήματος, κι ο μισθωτής υποχρεωνόταν να δώσει στο τέλος της συγκομιδής ορισμένο ποσόν σε είδος ή χρήμα. Το ποσό αυτό καθόριζαν οι εκτιμητές. Στις μισθώσεις αυτού του είδους ο μισθωτής σε περίπτωση καταστροφής της σοδειάς από θεομηνία, ασθένεια κλπ, ήταν υποχρεωμένος να δώσει αυτό που όφειλε. Δεν καλυπτόταν με τίποτα.
Η αποκοπή ίσχυε όχι μονάχα για κτήματα αλλά και για άλλες δουλειές, πχ. κατασκευή ή επισκευή σπιτιού, ευπρεπισμός εκκλησιών, κήπων κ.λπ.
Τότε πάλι λέμε: “το ΄δωκε αποκοπή” ή “το πήρα αποκοπή” με συμφωνημένη αμοιβή σε ορισμένο χρόνο.


Ξέκοπα (ἐκ-κόπτω) = κατ᾿ ἀποκοπήν, ἀσχέτως ἡμερασχολήσεως, σαφῶς.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.