ξέκοπα (επίρρ)
μίσθωση κτήματος “κατ΄ αποκοπήν”. Η μίσθωση γινόταν πάνω στο σύνολο της σοδειάς του κτήματος, κι ο μισθωτής υποχρεωνόταν να δώσει στο τέλος της συγκομιδής ορισμένο ποσόν σε είδος ή χρήμα. Το ποσό αυτό καθόριζαν οι εκτιμητές. Στις μισθώσεις αυτού του είδους ο μισθωτής σε περίπτωση καταστροφής της σοδειάς από θεομηνία, ασθένεια κλπ, ήταν υποχρεωμένος να δώσει αυτό που όφειλε. Δεν καλυπτόταν με τίποτα.
Η αποκοπή ίσχυε όχι μονάχα για κτήματα αλλά και για άλλες δουλειές, πχ. κατασκευή ή επισκευή σπιτιού, ευπρεπισμός εκκλησιών, κήπων κ.λπ.
Τότε πάλι λέμε: “το ΄δωκε αποκοπή” ή “το πήρα αποκοπή” με συμφωνημένη αμοιβή σε ορισμένο χρόνο.
Ξέκοπα (ἐκ-κόπτω) = κατ᾿ ἀποκοπήν, ἀσχέτως ἡμερασχολήσεως, σαφῶς.