Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξεκουκουρίζω

Ξεκουκ(ου)ρίζω (ἐκ-κορέω -ῶ, κείρω) = καθαρίζω, παστρεύω, καταστρέφω νεόφυτον δι᾿ ἀποσπάσεως φύλλων καὶ βλαστῶν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.