Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καιροφοράω

χάνω χρόνο, καθυστερώ, είμαι αργός στις δουλειές.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καιροφορά(ρ)ω (καιρὸς-φορέω) = καθυστερῶ, χρονοτριβῶ.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Καιροφοράω § ἀργοπορῶ.

Σημ. τὴν λ. ἰδίων οἱ χωρικοί μας μεταχειρίζονται. Ὁ Αἰνιὰν ἀγνοεῖ τὴν σημασίαν ταύτην (Ἀθην. σ. 64).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.