καιροφοράω
χάνω χρόνο, καθυστερώ, είμαι αργός στις δουλειές.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καιροφορά(ρ)ω (καιρὸς-φορέω) = καθυστερῶ, χρονοτριβῶ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Καιροφοράω § ἀργοπορῶ.
Σημ. τὴν λ. ἰδίων οἱ χωρικοί μας μεταχειρίζονται. Ὁ Αἰνιὰν ἀγνοεῖ τὴν σημασίαν ταύτην (Ἀθην. σ. 64).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου