Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καιροκάνω

διατηρούμαι πολύ χρόνο, κάνω καιρό, βαστάω.
“Δεν του καιροκάνουν τα ρούχα. Όλη μέρα στα χώματα” (προστελεύω).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καιροκάνω (καιρὸς-κάμνω) = διατηροῦμαι ἐπὶ μακρόν, διαρκῶ.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.