καθήκι και καθοίκι
- ουροδοχείο για νυχτερινή αφόδευση / αναγκαίο, καθοίκι και επικρατέστερα, κανάτι.
Στο Λεξ. ελλ. Γλώσσας Δημητρ. σηειώνεται: “καθοίκι(ν) μ.σ.ν. και δημ. ιδίωμ. εν Λευκάδι”.
Η λέξη συναντάται και στα άλλα Επτάνησα: σε συμβόλαιογρ. Διαθήκη Κεφαλ. του 1608 βλέπομε: “Και την εύρηκα καθισμένην εις το καθήκι”. - μτφ. ο τιποτένιος άνθρωπος, ο ποταπός, ο φαύλος.