Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κάθαρος (ο)

το κόψιμο ξηρών και άχρηστων κλαριών από τα δέντρα, ιδίως τις ελιές.
Τον κάθαρο ακολουθεί το κλάδεμα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κάθαρος /ὁ/ = καθαριστικὸν κλάψευμα ἐλαιοδένδρων κ.λπ. Φυτευμάτων.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.