κάκα (τα)
“Έκαμε (το παιδί) τα κάκα τ΄”, χέστηκε δηλαδή.
Και με τόνο στην παραλήγουσα (για μας).
Σχετίζεται άμεσα με το ιταλικό CACARE που θα πει “αποπατώ”. (Io cacco…).
Ο Ανδριώτης έχει “κακά” με τον τόνο στην λήγουσα, και σωστά μας παραπέμπει στην αρχική αρχαία λέξη “κάκκη”, που σημαίνει κατά τον Σκαρλάτο, την κόπρο του ανθρώπου. Από δω τα κάκα…
Να σημειώσουμε ότι σε μας η λέξη με τονισμό στη λήγουσα σημαίνει και δυνατά (Φώναξε κάκα να σ΄ ακούσουν).
Τέλος τα κακάδια του μωρού στη μύτη σχετίζονται μάλλον με το καίω (Μπαμπινιώτης).