Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κακά (επίρρ.)

σε άσκημη κατάσταση, δυνατά
“ο άνθρωπος είναι σε κακή κατάσταση, κακά” – “φώναξε κακά να σ΄ ακούσουν” – “πώς είστε; Τι κάνετε;” “Τι να κάμομε; κακά και ψυχρά¨.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κακὰ /ἐπίρ./ (κακὸς) = ἰσχυρῶς, δυνατά, εἰς κακὴν κατάστασιν. «φώναξε κακὰ ν’ ἀκούσνε μωρέ», «ὁ ἄρρωστος εἶναι κακά».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.