κακά (επίρρ.)
σε άσκημη κατάσταση, δυνατά
“ο άνθρωπος είναι σε κακή κατάσταση, κακά” – “φώναξε κακά να σ΄ ακούσουν” – “πώς είστε; Τι κάνετε;” “Τι να κάμομε; κακά και ψυχρά¨.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κακὰ /ἐπίρ./ (κακὸς) = ἰσχυρῶς, δυνατά, εἰς κακὴν κατάστασιν. «φώναξε κακὰ ν’ ἀκούσνε μωρέ», «ὁ ἄρρωστος εἶναι κακά».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης