γαρδακ(οι)λάω και γαρδακηλάω και γαργακηλάω
με χειρονομίες γαργαλισμού, κάνω τον άλλο να γελάσει. Τον ψαύω σε ορισμένα σημεία του σώματος. Τον γαργαλίζω. “Μη, γιατί γαργαλιέμαι”.
μεταφορικά: “Με γαργαλάει η κοιλιά μου” = πεινάω.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γαρδακηλάω καί γαργακηλάω(κατὰ-κηλέω) = καταθέλγω, προκαλῶ δι’ ἐπιψαύσεων ἰδιάζουσαν φρικίασιν καὶ ἀντανακλαστικὸν γέλωτα, γαργαλίζω, γαργαλάω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης