Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γαρδακ(οι)λάω και γαρδακηλάω και γαργακηλάω

με χειρονομίες γαργαλισμού, κάνω τον άλλο να γελάσει. Τον ψαύω σε ορισμένα σημεία του σώματος. Τον γαργαλίζω. “Μη, γιατί γαργαλιέμαι”.
μεταφορικά: “Με γαργαλάει η κοιλιά μου” = πεινάω.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γαρδακηλάω καί γαργακηλάω(κατὰ-κηλέω) = καταθέλγω, προκαλῶ δι’ ἐπιψαύσεων ἰδιάζουσαν φρικίασιν καὶ ἀντανακλαστικὸν γέλωτα, γαργαλίζω, γαργαλάω.

 
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.