Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γαργαρό

Γαργαρὸ § τὸ διαυγὲς ὕδωρ, εὐφραῖνον τὸν γαργαρεῶνα (= λάρυγγα), Π. κῂ᾿ ὁπὤβρη γαργαρὸ νερό, θολόνει καὶ τὸ πίνει.

Σημ. Ἐκ τοῦ γαργαίρω.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.