γανούπης -ῳ 26 Δεκ, 2016 Γ 0 Σχόλια 0 Γανούπης -ῳ (γανάω-ωψ) = ὁ ἔχων ἀκάθαρτον ἢ φυσικῶς ἀμαυρὸν πρόσωπον, δύσμορφος.