γανιάζω
Γανιάζω (γανάω) = κηλιδώνω, κηλιδώνομαι, λερώνω -ομαι, μουντζουρώνω -ομαι (μετέπεσεν εἰς τὴν ἀντίθετον ἔννοιαν).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Γανιάζω (γανάω) = κηλιδώνω, κηλιδώνομαι, λερώνω -ομαι, μουντζουρώνω -ομαι (μετέπεσεν εἰς τὴν ἀντίθετον ἔννοιαν).