Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τζιβίλι

(κριτήριο) (ιταλ. [corte ή foro] civil): δικαστήριο αστικών υποθέσεων

τζιγέρια (τα)

στον πληθυντικό: τα σπλάχνα του ανθρώπου. “Μου έπρηξε τα τζιγέρια μου αυτός ο χριστιανός”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τζι(γ)έρι /τὸ/ (Τ. τζιγὲρ) = συκῶτι, σπλάγχνον, ἐντόσθιον: «μὤπρηξε τὰ τζιέρια». Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τζιέρα

Τζιέρα (Ἰ. euchiera) = στεφάνη, στέφανος, ὄψις, μορφή, εἶδος.

τζίλιος (ο)

μικρό ψαράκι πολύχρωμο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τζίλιος /ὁ/ = ἴουλος, ἰουλίς, γ(ου)λάδι, ψαράκι πολύχρωμον τῶν ἑλλην. ἀκτῶν. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τζιμάνι

Δεν είναι λέξη Καρσάνικη ούτε καν Λευκαδίτικη, γι΄ αυτό οι Λευκαδίτες λεξικογράφοι δεν την καταγράφουν. Είναι όμως μια λέξη ευρύτατα χρησιμοποιούμενη και από μας, αφού – μαζί με τόσες άλλες – μπήκε στο λεξιλόγιό μας και αφομοιώθηκε. Είναι πιθανότατα τούρκικη cem’an (Μπαμπινιώτης). Άλλοι υποστηρίζουν ότι έχει σχέση με το αμερικάνικο . . . Περισσότερα

τζίμφερα (η)

η συμπεριφορά του Ναι και Όχι. “μου κάνει τζίμφερες η αφεντιά της”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τζίμφερα /ἡ/ (Ἰ. cifera, Σ. τσίφρα) = γραματόπλεγμα, παλινῳδία, συμπεριφορὰ ἐπαμφοτερίζουσα καὶ ἀσταθής: «μ’ κάν’ τζίμφερες». Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τζιτζ΄λόμος -α -ο

καλομαθημένος, δύσκολος στο φαγητό του και στην επιλογή του, τρώγει λίγο και με το στανιό. (τζιτζλόμος) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τζιτζ(ι)λόμος -α (Ἰ. gentiluomo) = εὐπατρίδης, εὐγενής, ἄνθρωπος μὲ λεπτὰ καὶ δυσικανοποίητα γοῦστα, δυσκολόρεχτος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Ο καλομαθημένος (Κοντομίχης). το δεύτερο μισό . . . Περισσότερα

τζιτζ(ι)λομύτης

Τζιτζ(ι)λομύτης /ὁ/ (Ἰ. gentile-μύτη) = ψηλομύτης, δυσκολόγουστος, ἰδιότροπος εἰς τὰς ὀρέξεις.

τζίτζιφα

Καρπός γλυκός του δέντρου Ζίζυφος, της οικογένειας ραμνοειδών. Τα τρώγαμε όταν είμαστε παιδιά.

τζοβαΐρι (το)

πολύτιμος λίθος. μτφ.: ο πολύ αγαπητός μας. Η λέξη χρησιμοποιείται για τα παιδιά.  Λόγος της μάνας: “Κάτσε τζοβαΐρ΄ μου” Σε σατιρικό λαϊκό τραγούδι: “Παρασκευή κομπόδενε, Σαββάτο ξεϋφαίνει / την Κυριακή το φόρεσε και πάει στο πανηγύρι / μαλάμα και τζοβαΐρι”. βλ. τζοβαϊρικό

τζογάρω

Τζογάρω (Ἰ. giocare) = χαρτοπαίζω, παίζω κατὰ τὴν κίνησιν, κινοῦμαι ἀσυμμέτρως (παράκεντρα) περὶ τὸν ἄξονα.

τζογέλο (το)

γυναικείο κόσμημα. κτγρφ. του 1786: “Τζογέλο χρυσό ένα, με μαργαριτάρι” (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας)

τζόγια (η)

λέγεται χαϊδευτικά στα μικρά παιδιά. “Κάτσε, τζόγια μου” – “Γιατί τζόγια μου κλαίς;” = καμάρι μου, λεβέντη μου. [τζόγια = πολυτελής στέφανος διδόμενος ως έπαθλον εις το νικήτήν της γκιόστρας] (λεξικό Δημητρ.) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τζόγια /ἡ/ (Ἰ. gioja) = τιμαλφές, ἀγαλλίαμα, χάρμα, καμάρι, λατρευτός. . . . Περισσότερα

τζογλάνι (το)

αλητόπαιδο, ανέντιμος και ανήθικος άνθρωπος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τζογλάν(ι) /τὸ/ (Τ. ἱτσογλανὶ) = διεφθαρμένος νέος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τζογολί (το)

χαρτοπαίγνιο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τζογολὶ /τὸ/ (Ἰ. giocolo -ino) = εἶδος χαρτοπαιγνίου. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τζόγος

Τζόγος /ὁ/ (Ἰ. gioco) = τὸ χαρτοπαίγνιον, ἡ παράκεντρος ἀσύμμετρος ἢ χαλαρὰ κίνησις τροχοῦ ἢ ἄλλου μηχανικοῦ ἐξαρτήματος.

τζόκολο (το)

τετραγωνισμένες πέτρες ως βάση πέτρινων οικοδομών Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τζόκολον /τὸ/ ἀρχ. (Ἰ. zoccolo) = βάσις ἀνωδομῆς ἐκ λίθων ὀρθογωνισμένων. βλ. λ. τσόκολο. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τζόκος (ο)

το αντρικό όργανον, ο φαλλός. φράση υβριστική: “στο τζόκο μου …” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τζόκος /ὁ/ (Τ. τσúκ, Ἰ. zugo) = ὁ φαλλός, τὸ ἀνδρικὸν πέος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τζομανίκα και τζομανίκι

ρόπαλο, μπαστούνι, χοντρόξυλο. Σε λαϊκή σάτιρα: “Νοίκι πήγα να ζητήσω / σας ορκίζομαι να ζήσω / κι όχι να τηνέ φιλήσω / κι άρπαξε το τζομανίκι / για να μου μετρήσει το νοίκι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τζομανίκα -ι (ὄζος, Ἰ. manica -co) = ὀζῶδες χειρόξυλον, . . . Περισσότερα

τζόρα (η) και τζοριά

ρόπαλο, χοντρή βέργα. “Θα σε πιάσω με τη τζόρα και θα σε μάθω εγώ γράμματα” μτφ.: “Είσαι τζόρας”. δηλ. είσαι αμαθής, ανεπίδεκτος μαθήσεωςκαι Τζόρια = χτύπημα με τη τζόρια Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τζόρα /ἡ/ (ὄζος, ὀζηρὸς -ὰ) = ρόπαλον μὲ σφαιροειδὲς ἄκρον, ὁζώδης ράβδος. Τζοριὰ . . . Περισσότερα

τζοραμάνης (ο)

ο μεγαλόσωμος, ο γενναίος. το θηλυκό τζοραμάνω = η γυναίκα η δυνατή και μεγαλόσωμη – και λίγο αθυρόστομη – που “δέρνει κιόλας”.

τζορβᾶς

Τζορβᾶς /ὁ/ (Τ. τσορπᾶ, Σ. τσορbᾶ) = μεγάλη ποσότης μοναδικοῦ φαγητοῦ.