Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τέμπο

Τέμπο /τὸ/ (Ἰ. tempo) = χρόνος, καιρός, ρυθμὸς κινήσεων, ἄνεσις χρόνου.

τενέλι (το)

παγίδα για πουλιά. Πρόκειται για μια λυγισμένη βέργα που έχει μια θηλιά στην άκρη και καθώς πατάει το πουλί στη βέργα, πιάνεται στη θηλιά. “πάμε να στήσομε τενέλια;”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τενέλ(ι) /τὸ/ (τείνω) = πτηνοπαγὶς συγκειμένη ἐκ λυγισμένης βέργας φερούσης ἀγκύλην (θηλειάν). Τα Λευκαδίτικα . . . Περισσότερα

τενέντες

Τενέντες /ὁ/ ἀρχ. (Ἰ. tenente) = ὑποδιευθυντής, ἀναπληρωτής, ὑπολοχαγός, ἀξιωματικός.

τέντα

Τέντα /ἡ/ (τείνω, Ἰ. tenda) = σκηνή, στέγαστρον ἐξ ὑφάσματος, τσαντῆρι. /ἐπίρ./ = ἐκτάδην, ὕπτιος, νεκρός.

τεντώνω

Τεντώνω (τείνω, Ἰ. tendere) = ἐκτείνω, ἁπλώνω, τεζάρω. «τὰ τέντωσε» = κεῖται ἐκτάδην νεκρός.

τεπεσίρι (το)

κιμωλία Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τεπεσίρι /τὸ/ (Τ. τεμπεshὶρ) = γύψος, κιμωλία γραφῆς. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τεραμότο (το)

σεισμός. μτφ.: ψυχική ταραχή Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τεραμότο /τὸ/ βλ. λ. ταραμότο. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τερίνα

Τερίνα /ἡ/ (τυρὸς) = τυριέρα, πιατέλλα ποὺ βάζουν τὸ τυρί. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Και ντερίνα. Πρόκειται για το γνωστό σκεύος κουζίνας, εμαγέ συνήθως, βαθύ και ευρύχωρο, παραλληλογράμμου σχήματος, με γείσο γύρω-γύρω. για να πιάνεται. Χρησιμοποιούνταν για μαγειρεμένο φαγητό ή την ανάμειξη υλικών για τα “γεμιστά”. Ο Λάζαρης . . . Περισσότερα

τέρτσο (το)

μουσικός όρος: η τρίτη φωνή Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τέρτσο /τὸ/ (Ἰ. terzo) = τρίτον, τρίτη φωνὴ χορωδίας. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τεσόρ

είδος φουστανιού της παραδοσιακής λευκαδίτικης φορεσιάς, από ψιλό μονόχρωμο ή κλαρωτό ύφασμα

τετοιόζω

κάνω τη σεξουαλική πράξη, συνώνυμο του απαυτώνω. “την ετέτοιωσε” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τετοιόζω (τοιοῦτος) = κάμνω τοιουτοτρόπως, ἀπαυτώνω. (λέγεται καὶ μὲ τὴν ἔννοιαν σεξουαλικῆς ὁμιλίας: «τν ἐτέτοιωσε». Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Τετοιώζω και τετοιώνω. Ρήμα που χρησιμοποιείται όταν δεν επιθυμεί κανείς να χρησιμοποιήσει . . . Περισσότερα

τετραβάγγελο

Τετραβάγγελο /τὸ/ = ὁ τόμος τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων, τὸ βιβλίον τοῦ Εὐαγγελίου.

τετραγκώνι

ράτσα κριθαριού. Είχε τέσσερις σειρές σπόρων στο στάχυ του και φτωχή απόδοση. Έδινε πιο σκουρόχρωμο σε σχέση με άλλες ράτσες κριθαριού, ψωμί.  

τετράποδο

προσκυνητάρι φορητό, πτυσσόμενο, που τοποθετείται στο κέντρο του Ι. Ναού σε μεγάλες γιορτές ή μνήμες Αγίων, των οποίων οι εικόνες φυλάσσονται στο Ναό. Πάνω σε αυτό τίθενται προς προσκύηση οι αντίστοιχες εικόνες

τεύκριον

το χόρτο της Παναγιάς Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη