τζιτζ΄λόμος -α -ο
καλομαθημένος, δύσκολος στο φαγητό του και στην επιλογή του, τρώγει λίγο και με το στανιό. (τζιτζλόμος)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τζιτζ(ι)λόμος -α (Ἰ. gentiluomo) = εὐπατρίδης, εὐγενής, ἄνθρωπος μὲ λεπτὰ καὶ δυσικανοποίητα γοῦστα, δυσκολόρεχτος.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ο καλομαθημένος (Κοντομίχης). το δεύτερο μισό της λέξης είναι το ιταλικό uomo (άνθρωπος) με το άρθρο L. Για το πρώτο ο Λάζαρης έχει το επίσης ιταλικό gentile, ο ευγενής και όλο μαζί gentiluomo, άλλως αγγλιστί ο τζέντλεμαν. Από δω πιθανότατα και το δικό μας τζιτζλόμος με τα ευαίσθητα γούστα (μάλλον κακομαθημένος).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης