τζόρα (η) και τζοριά
- ρόπαλο, χοντρή βέργα. “Θα σε πιάσω με τη τζόρα και θα σε μάθω εγώ γράμματα”
- μτφ.: “Είσαι τζόρας”. δηλ. είσαι αμαθής, ανεπίδεκτος μαθήσεωςκαι Τζόρια = χτύπημα με τη τζόρια
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τζόρα /ἡ/ (ὄζος, ὀζηρὸς -ὰ) = ρόπαλον μὲ σφαιροειδὲς ἄκρον, ὁζώδης ράβδος.
Τζοριὰ /ἡ/ (ὄζος, ὀζηρὸς -ειος) = πλῆγμα διὰ ροπάλου, ραβδισμός.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
(η) βέργα ή “οζώδης ράβδος” (Λάζαρης) γιατί έχει ρόζους (όζους). Ένα τέτοιο κλαδί ελιάς, συνήθως αγριελιάς, με ρόζους, χρησιμοποιούσαν οι παλιοί δάσκαλοι για τις παλάμες των ανεπίδεκτων ή ανήσυχων μαθητών ως τιμωρία και σωφρονισμό. Μεταφορικά η λέξη σημαίνει και τον ανεπίδεκτο μαθήσεως μαθητή (τζόρας) που χρειάζεται τζόρα, ξύλο δηλαδή.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Τζόρα (τό) = μπαστούνι τῶν βοσκῶν.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής