τέψα
μεταλλικό ταψί μέσα στο οποίο τοποθετούνται τα τσόλια στο λιτρουβιό. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
μεταλλικό ταψί μέσα στο οποίο τοποθετούνται τα τσόλια στο λιτρουβιό. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
Τζιροῦν(ι) /τὸ/ (Ἰ. giglione) = κυλινδρικὴ λαβή, ἡ λαβὴ τῆς κώπης. (τζροῦν)
Τζιρούνω /ἡ/ (Ἰ. giglione) = τὸ πέος τῶν νηπίων. (τζρούνω)
λέξη που χρησιμοποιείται σε νηπιακά παιχνίδια ή χαϊδολογήματα: “κάμε μου τζα” βέβαια, ναι. “ήρθε τζα κι ο γιος της και έδωσε λόγο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τζὰ (Ἰ. gia, Σ. za, Γλ. deja) = ἤδη, βεβαίως, μάλιστα: «ἐβάλανε τζὰ καὶ βέρες». Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
νάτο, το βρήκα
Εντός πάρεδρος (1804) Πέτρος Τζακαρόλος. Σε μας παρατσούκλι Τσαγκαριόλος (συνοικία Τσαγκαριολάτα).
“Η τζαλάπα είναι ωφίλιμον βοτάνι” Κώδικας Θεοφ. Κατωπόδης Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
Τζαλέτ(ι) /τὸ/ (Ἰ. gialetto) = πλακούντιον ἐξ ἀραβοσιταλεύρου καὶ σταφίδων.
η φλογέρα, αλλιώς σουραύλι Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τζαμάρα /ἡ/ (Ἀλ. dσαμάρε-jα) = κύλινδρος, αὐλός, φλογέρα, ποτηράκι τοῦ πιοτοῦ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τζαμάρα = φλογέρα, σουραύλι. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
(βενετ. desaminare,ιταλ. disamenare): εξετάζω, ερευνώ
διαθήκη”Θα κάμω τζάμνο να σ΄ αποκληρώσω” – “έκαμα, δα, το τζάμνο τ΄”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τζάμνο /τὸ/ (Ἰ. esamine) = ἐξέτασις, ἀπολογία, διαθήκη: «ἔδωκε τζάμνο», «θ’ ἀφήκω τζάμνο». Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
παιδικό φόρεμα. Σε χργρφ. του 1755 (κατάστιχο εξόδων-εσόδων για δικαστική χρήση – Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “γεναρίου 2, 1755 εξόδιασα σε ένα τζαμπερλούτο, οπού εύφτιασα του πεδιού μου Θεόδωρου μονέδα λ.(ίρες) 135”.
Τζαμτζάνα /ἡ/ (Ἰ. da-tra-mezzana) = βομβύλη, δαμιζάνα.
Τζαμτζανάκι /τὸ/ (Τ. τσαμτσὰκ) = θραῦσμα ἀγγείου ἐξ ὑέλου ἢ πορσελάνης κ.τ.τ. «τς ἔπεσ’ ὁ μαστραπᾶς κι’ ἐγίνκε τζαμτζανάκια».
Τα καταφέρνω, πιάνει το χέρι μου. Το ιταλικό genio και ingegno, που είναι η ευφυΐα, η εξυπνάδα, μας έδωκαν το τζενεύομαι. Από δω και “τα τζένια”, τα δυνατά.
(il chiodaiuolo) καρφιά μεγάλου μεγέθους, συνήθως χειροποίητα
παλιά και μισοφθαρμένα πράγματα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τζάντζαλο /τὸ/ (Ἀρμεν. ζάντζαλος) = ῥάκος, περίτριμμα, ξεσκλίδι, ἱματισμὸς ἐφθαρμένος καὶ ῥυπαρός. βλ και τσάνταλο Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Αυτή η πολύ γνωστή σε μας λέξη είναι μεσαιωνική και σημαίνει σκουπίδι, κουρέλι. Ο Σκαρλάτος – Βυζάντιος λέγει . . . Περισσότερα
μέτρο επιφάνειας = μιας ημέρας σκάψιμο από έναν εργάτη
μικρό πήλινο δοχείο με δυο χερούλια και κούπωμα με ρόγα για χειρολαβή στη μέση. Οι τζάρες είχαν χρώμα φαιοκίτρινο με αδιάβροχη αλοιφή. Σε κτγρφ. του 1722, Νο 164, διαβάζομε: “δυο τζαρέττες και δύο τζαροπούλες”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τζάρα /ἡ/ (Ἰ. giara) = πήλινος ἀμφορεύς, λαγηνάκι . . . Περισσότερα
τόπος περιφραγμένος που έκλειναν μέσα τα αρνοκάτσικα κατά την εποχή του θηλασμού τους. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τα κατσίκια ή αρνιά που προορίζονται για τον οβελία του Πάσχα. Αυτά τα βάνουν κάτω από μια κόφα, μετά το θηλασμό τους, για να μη τρέχουν και χοροπηδούν και αδυνατίζουν. Λεξικό του . . . Περισσότερα
σε είδα, – καλώς το (για παιδιά)
(ιταλ. cedere): υποχωρώ
Τζελάτος -η -ο (Ἰ. zelo) = μὲ ζῆλον, πρόθυμος, γελαστός.
μικρό δερμάτινο πορτοφόλι Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τζελμπέν(ι) /τὸ/ (Τ. δζιλμπέντ, Ἰ. giberno) = δερμάτινο πορτοφόλι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
είδους μουσουλμανικού πλοίου
Τζένερο (Γαλ. genereux) = γενναῖος, εὐγενής, μεγάθυμος.
επιτηδεύομαι, τα καταφέρνω Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τζενεύομαι (Ἰ. ingeniare -si) = ἐπιτηδεύομαι, κατορθώνω, ἐπιχειρῶ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
απαντάται στον πληθυντικό: γνώμη, δεξιοεχνία. “Βάλ΄ τα τζένια σου …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τζένιο /τὸ/ (Ἰ. ingenio) = ἰδιοφυΐα, ἐπιτηδειότης, ἐφευρετικότης, δεξιοτεχνία: «ἔβαλε τὰ τζένια τ’ καὶ τὸ κατάφερε». Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
(ιταλ. cessione): εκχώρηση
Τζιαλιστίζω /ἀρχ./ (Ἰ. gialleggiare) = χλωμιάζω, κιτρινίζω, ἐξαντλοῦμαι, πληρώνω εἰς χρυσόν.