τζο(υ)ραμάν(η)ς 16 Μάι, 2017 Τ 0 Σχόλια 0 Τζουραμάνης /ὁ/ (Λ. germanus) = ἀνὴρ ἅλκιμος, μεγαλόσωμος, εὐτραφής.