Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τόγκα

Τόγκα (Σ. σ’τόγα, Ἰ. toccare) = καὶ μάλιστα, συναφῶς, ἐπὶ πλέον, διὰ τοῦτο, ἑπομένως.

τόκο

Τόκο (τοκάω -ῶ, τήκομαι) = κλινήρης, οἱονεὶ ἐπίτοκος, ἀνίατος: «ἔπεσε τόκο».

τομάρι (το)

δέρμα ζώου. Ειδικά είναι τα τομάρια του τρύγου.  Πρόκειται για τομάρια (προβιές) μεγάλων ζώων, τράγων, κυρίως, που τα χρησιμοποιούσαν για το κουβάλημα των σταφυλιών στο σπίτι για οινοποίηση. Τα τομάρια αυτά ήταν ελαφρώς κατεργασμένα, αλατισμένα και λιασμένα. Η χρήση τους στον τρύγο είναι παλιά. Σε χργρφ του 1748 (ιστορικό Αρχείο . . . Περισσότερα

τονιὰ

Τονιὰ /ἡ/ (τείνω, τονὶς) = πετονιά, ὀρμιά, σπάγγος λεπτὸς καὶ ἰσχυρὸς καταλήγων εἰς ἄγκιστρα ἁλιείας.

τοπιάρικα

“μην πέσει ο σπόρος τοπιάρικα”, σε ένα σημείο Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

τορναλέτο

Τορναλέτο /τὸ/ (Ἰ. tornaletto) = τὸ περικλίνιον, ὁ γῦρος τοῦ κρεββατιοῦ ἐξ ὀθόνης ἀπὸ τῆς στρωμνῆς μέχρι δαπέδου.

τόρτσα (η)

λαμπάδα με 4 χοντρά κεριά σε σχήμα σταυρού. Τα κεριά είναι από πραγματικό κερί ή από ξύλο σε απομίμηση κεριού. Οι τόρτσες είναι διπλές και τις βαστούν πίσω από τον ιερέα όταν βγαίνει από το Ιερό ή και σε άλλες επίσημες εξόδους του. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής . . . Περισσότερα

του λόγου σου

εσύ – του λόγου σας (πληθυντ.). Μας λένε οι πρεσβύτεροι: “Τι κάνεις; Πώς είσαι;¨Απαντάμε: “Καλά, του λόγου σου/σας;” – “Επήγες του λόγου σου για ελιές σήμερα;” Η φράση έχει και την παραλλαγή της: “ετ΄λόγ΄ σου”.

του ριχτού

φράση που χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί το πολύ τρέξιμο των φορτηγών ζώων, ιδίως των αλόγων. “Τ΄ άλογο έτρεχε του ριχτού, κι αυτός κινδύνευε να πέσει, ο απρόσεχτος” – “Ερχόνταν του ριχτού και τα δύο ζώα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τοῦ ρ(υ)χτοῦ (ρύω, ἐρύω, ρυτὴρ) = ἀπὸ . . . Περισσότερα

τουβάγια (η) και τουβαγέλι

τραπεζομάντηλο, μεσάλι του τραπεζιού και τουβαγιέλια λένε τις συνοδευτικές πετσέτες Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τ(ου)βάγια /ἡ/ (Ἰ. tovaglia) = τραπεζομάνδηλον, τραπεζοκάλυμμα. Τ(ου)βα(γ)έλι /τὸ/ (Ἰ. tovagliuolo) = προσόψιον, χειρόμακτρον, πετσέτα. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης  Τουβάγια = τραπεζομάντηλο ἀπό πικέ. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

τοῦϊ

Τοῦϊ (αἰολ. τυὶ) = ἐδῶ, ἐπὶ τόπου, παρών. (ἀναφώνημα τῶν αὐθορμήτως ἐμφανιζομένων παικτῶν εἰς τὸ «κρυφτοῦλι» ὅταν ὁ φύλαξ δηλοῖ ἀδυναμίαν ἀνακαλύψεώς των φωνάζων: «σκάπουλο… σκάπουλο»).

τουλούμι (το)

το ασκί. Μέσα σε μικρά τουλούμια συχνά οι κτηνοτρόφοι της ΝΔ Λευκάδας έβαναν τυρί, που το ΄λεγαν τουλουμοτύρι ή τουλουμίσιο. “βρέχει με τ΄ ασκί” – “θα σε κάμω τουλούμι στο ξύλο” = θα σε χτυπήσω άσχημα.

τουμπανιάζω

πρήζομαι. “Έγινε τούμπανο απ΄ το φαΐ, ετουμπάνιασε”. μτφ.: “Θα σε κάμω τούμπανο στο ξύλο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τ(ου)μπανιάζω (τύμπανον -ιάω) = ἐκτείνομαι, ὑπτιάζω, ἐπιπλέω ὑπτίως. ἐν ἀκινησία, ἀποθνήσκω. «τὰ τμπάνιασε». Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τούμπανος

Τούμπανος /ὁ/ (τύμπανον) = τὸ κολοβατικὸν πτηνὸν πελεκάν, ὁ πελεκᾶνος.

τοῦμπος

Τοῦμπος /ὁ/ (τύμβος, Ἰ. tubo) = σωλήν, ἀνταυγαστήρ, ἀμπαζοὺρ λάμπας.

τούνος (ο)

το ψάρι τόνος (θύννος) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τοῦνος /ὁ/ = ὁ ἰχθὺς θύννος, ὁ τόννος (Ἰ. tonno). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τουπὲ-ς

Τουπὲ-ς /τό, ὁ/ (Γλ. toupé) = ἐπισημοφάνεια, ἔπαρσις, θρασύτης, ὕφος.

τούρκ΄λας

παιδικό παιγνίδι. Δένουν σε γερό σπάγκο ένα κομμάτι λεπτής σανίδας, τη βρέχουν και την περιστρέφουν με γληγοράδα, ώστε να βγάνει φωνή όμοια με της τρυγόνας. (τούρκλας) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τούρκιλας /ὁ/ (Λ. turtur, Ἀλ. τούρτουλε -ι) = ἠχητικὸν παίγνιον ἐκ τεμαχίου λεπτῆς σανίδος δεδεμένου ἀπὸ . . . Περισσότερα

τούτα βία και καλά

φράση που τη χρησιμοποιούμε, όταν θέλουμε να δηλώσουμε το “με κάθε τρόπο”. “Ήρθε και με σταύρωσε ο χριστιανός, πως η προβατίνα του έπεσε στο δικό μου το κοπάδι και επίμενε τούτα βία και καλά, να μου πάρει ένα δικό μου πρόβατο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τοῦτα . . . Περισσότερα

τουτόρος (ο)

ο επίτροπος κάοιου Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη