Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τζογάρω

Τζογάρω (Ἰ. giocare) = χαρτοπαίζω, παίζω κατὰ τὴν κίνησιν, κινοῦμαι ἀσυμμέτρως (παράκεντρα) περὶ τὸν ἄξονα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.