Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τζομανίκα και τζομανίκι

ρόπαλο, μπαστούνι, χοντρόξυλο.
Σε λαϊκή σάτιρα: “Νοίκι πήγα να ζητήσω / σας ορκίζομαι να ζήσω / κι όχι να τηνέ φιλήσω / κι άρπαξε το τζομανίκι / για να μου μετρήσει το νοίκι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τζομανίκα -ι (ὄζος, Ἰ. manica -co) = ὀζῶδες χειρόξυλον, ρόπαλον, ραβδίον.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Τζομανίκια = μεγάλα ἀκατέργαστα ξύλα πού χρησιμοποιοῦν γιά μπαστούνια.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.