τζομανίκα και τζομανίκι
ρόπαλο, μπαστούνι, χοντρόξυλο.
Σε λαϊκή σάτιρα: “Νοίκι πήγα να ζητήσω / σας ορκίζομαι να ζήσω / κι όχι να τηνέ φιλήσω / κι άρπαξε το τζομανίκι / για να μου μετρήσει το νοίκι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τζομανίκα -ι (ὄζος, Ἰ. manica -co) = ὀζῶδες χειρόξυλον, ρόπαλον, ραβδίον.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τζομανίκια = μεγάλα ἀκατέργαστα ξύλα πού χρησιμοποιοῦν γιά μπαστούνια.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής