τζόγια (η)
λέγεται χαϊδευτικά στα μικρά παιδιά. “Κάτσε, τζόγια μου” – “Γιατί τζόγια μου κλαίς;” = καμάρι μου, λεβέντη μου.
[τζόγια = πολυτελής στέφανος διδόμενος ως έπαθλον εις το νικήτήν της γκιόστρας] (λεξικό Δημητρ.)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τζόγια /ἡ/ (Ἰ. gioja) = τιμαλφές, ἀγαλλίαμα, χάρμα, καμάρι, λατρευτός.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης