Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τζουκάλι

ενετική μονάδα χωρητικότητας. Ένα τζουκάλι = 6 καρτούτσια ή 6 λίτρες και 3 ογγιές. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

τζούκια (τα)

το μείγμα μουστόπιτας και ξηρών καρπών, που αποτελούσε ένα εύγεστο έδεσμα. Μέρες πριν το βράσιμο του μούστου τα παιδιά μπελόνιαζαν την ψίχα από αμύγδαλα και καρύδια. Έφταχναν αρμάθες κάποτε σε μήκος ενός μέτρου. Την αρμάθα τη δίπλωναν δυο τρεις φορές για ν΄ αποκτήσει πάχος και έτσι να συγκρατεί το χυλό . . . Περισσότερα

τζοῦρος

Τζοῦρος /ὁ/ (ἑκ συγκοπῆς τῆς λέξ. τζουραμάνης) = ὑπερβὰς τὴν ἐφηβότητα, εὐτραφής, μεγαλόσωμος.

τζοχαντάρ(η)ς -ω

Τζοχαντάρης -ω /ὁ, ἡ/ (Τ. τσοχαντὰρ) = βίαιος, αὐθαίρετος, φιλόνεικος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης τζοχατάρω: ανδρογύναικα Ηθογραφίες Λευκαδίτικες, Ανδρ. Φίλιππα Χαριτωνίδου / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας

τηγάνι (το)

τα διαμερίσματα των Αλυκών της Λευκάδας, τα αλοπηγεία Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τ(η)γάν(ι) /τὸ/ (Σ. τιgάνjι, Ἰ. tegame) = ἑψητάριον, ἑψάνη, διαμέρισμα ἁλυκῶν, ἁλοπηγεῖον. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τηγανίτα -ες (η)

πρόχειρο έδεσμα καμωμένο από χυλό καθάριου αλευριού και ψημένο στο τηγάνι. Μέσα σε άφθονο καυτό λάδι, έριχναν με το κουταλάκι το χυλό, που ροδοψήνονταν. Έτσι ξεροψημένες τις πόστιζαν σε μια απλάδαινα και τις πότιζαν με μέλι και πετιμέζι. Τις τηγανίτες τις έφκιαναν κυρίως για τις αργατιές των αμπελιών ή της . . . Περισσότερα

τηγανόψωμο (το)

αρτοσκεύασμα από καθάριο αλεύρι σχήματος κυκλικού, σε μέγεθος τηγανιού. Άνοιγαν φύλλα χοντρά και τα ΄ριχναν στο τηγάνι ψήνοντας τα κι από τις δυο πλευρές. Τα πότιζαν με πεκιμέζι ή τα κοσκίνιζαν με ζάχαρη. Τα ΄φκιαναν κι αυτά την άνοιξη που έσκαβαν τα αμπέλια και τα πήγαιναν για “δειλινό” στους αργάτες. . . . Περισσότερα

τήχτομαι

Τήχτομαι = τήκομαι, φθίνω βαθμηδόν, λυώνω, μαραζώνω. καί τίχτομαι

τίγκα (επίρρ.)

όταν τα διάφορα δοχεία ή σκεύη είναι τελείως γεμάτα, ως απάνω, να ξεχειλίζουν μτφ.: όταν έχουμε φάγει καλά, λέμε: “είμαι τίγκα” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τίγκα /ἐπίρ./ (τέγος) = πλήρης μέχρι στεφάνης (στέγης), ξέχειλος. Βλ. τσίγκα – τσίγκα. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τίγκα: Προσδιοριστικός επιρρηματικός . . . Περισσότερα

τιθόμαλλον

ή τιθύμαλλον, είναι το φυτό ευφόρβιον, κοινώς φλόμος Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

τίλη

το φυτό τιλία κοινώς φλαμουριά, φιλύρα Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

τιμάτσι (το)

νωπό ζυμαρικό, χειμωνιάτικο φαγητό: Ανοίγουν φύλλα ζύμης με καθάριο αλεύρι στο πλαστήρι κι ύστερα τα κάνουν δίπλες και τον κόβουν προσεχτικά σε μακρόστενες ταινίες. Το τιμάτσι το βράζουν με λίγο λάδι και αλάτι και το ΄τρωγαν – σούπα – σαν κανονικό ζυμαρικό. Συχνά έριχναν και πάστα ντομάτα – ή το . . . Περισσότερα

τιμωλία

η κιμωλία (τεμπεσίρι, τουρκιστί), προϊόν της νήσου Κιμώλου των Κυκλάδων. Σε μας κατά την προφορά έχουμε τροπή του ουρανικού -κ- σε οδοντικό -τ-.

τίνα

Τίνα /ἡ/ (Ἰ. tina) = μέγας μόνιμος κάδος δεξαμενῆς δι’ οἶνον κ.τ.ὅ.

τίναμα

Τίναμα /τὸ/ = τίναγμα, ἐκτίναξις, συγκόμισις ἐλαιοκαρποῦ, ἀμυγδάλων κ.τ.τ. διὰ ραβδισμοῦ.

τιόρι’ς

Τιόρι’ς = τί ὁρίζεις, τί ἐπιθυμεῖς, ὁρίστε. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Μονοσύλλαβη (κατάντησε) για μας λέξη. Από το “τι ορίζεις” (αφέντη). Ο Κοντομίχης το κατατάσσει στα ερωτηματικά (;) επιφωνήματα και βάζει -γ- στην προφορά: τ(ι)γιόρις). Το -γ- έτσι κι αλλιώς υπάρχει κατά την προφορά. Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – . . . Περισσότερα

τίρο

Τίρο /τὸ/ (Ἰ. tiro) = βολή, σκοποβολή, ἀπόστασις τοῦ στόχου.

τίτολο

Τίτολο /τὸ/ (Ἰ. titolo) = τίτλος, δικόγραφον, κεφάλαιον βιβλίου.