Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στρέβλα (ἡ)

Στρέβλα /ἡ/ = στρέβλη, εἰδικὸς δεσμὸς σχοινίου πρὸς ἀνάσπασιν τοῦ σκαρμοῦ ἢ πασσάλου ἐμπεπηγμένου στερεῶς. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης στρέβλα (ἡ): ἐργαλεῖο μέ τό ὁποῖο στρεβλώνονται τά ξύλα,  (ΑΡΧ. στρεβλῶ). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου Στρέβλα, § ἐργαλλ. δι᾿ οὗ στρεβλώνουσι τὰ ξύλα. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

στρεκλός ή στρεκλάδι

ο άνθρωπος που βαδίζει με αστάθεια, λόγω καμάτου ή αναπηρίας. Λέγεται και στρεπεκλός. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στρεκλὸς -ὴ -ὸ (στρεβλός, Ἰ. straccare) = ὁ παραπαίων, ὁ βαδίζων ἀσταθῶς (λόγῳ ἀναπηρίας, ἐξαντλήσεως ἢ καμάτου), ὁ ἔχων παραμορφωμένα τὰ σκέλη. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Στρεκλάδι. . . . Περισσότερα

στρεφεύω

στερεύω – ” Η βρύση ή το πηγάδι εστρέφεψε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στρεφεύω § γίνομαι στεῖρος, ἄγονος· κυρ. ἐπὶ τῶν ὑδάτων. Π. ἐστρέφεψεν ἡ θάλασσα = ἐξηράνθη, ἀστείρευσεν (ἰδ. αἴνιγμα 2). Σημ. Αὐτὸ τὸ ἀρχαῖον στεριφεύομαι = στερφεύομαι = στρεφεύομαι Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

στρέφτω

κάνω εμετό Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στρέφτω (στρέφω) = ἐξεμῶ, ἐμῶ, ξερνάω. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Στρέφτω = ξερνῶ, κάνω ἐμετό. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

στρέω

συγκατατίθεμαι, θέλω, μου βγαίνει σε καλό, επαληθεύεται (το όνειρο). “Δεν το στρέει το παλιόπαιδο” – “Το όνειρο της Κυριακής στρέει ως το μεσημέρι” – “Εμένα δε μου στρένε τα όνειρα” – “Οι συμπέθεροι της στρένε πάντα”. Και στρέγω. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στρέω (στέργω, στερεόω) = . . . Περισσότερα

στριάζω

Από πόνο, με στρίαξες. Είναι το μεσαιωνικό στριγγίζω (νεότερο στριγγλίζω) και σημαίνει βγάζω φωνή δυνατή πόνου. Δεν το βλέπω στα λευκαδίτικα λεξικά. Στο χωριό χρησιμοποιείται συχνά.

στρίγγλα (η)

το μικρό κορίτσι που γεννήθηκε με το σημάδι της αδερφοφαγίας στη μύτη (αδερφοφάγος -γία) ξύλινος μοχλός (στρίγκλα) σε σχήμα αμβλείας γωνίας με σκοινάκι στην άκρη, για να περιστρέφει το αντί ώστε να μαζεύει γύρωθέ του το πανί. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στρίγγλα /ἡ/ (στραγγάλη -ὶς) = . . . Περισσότερα

στρίγλα

Στρίγλα /ἡ/ (Λ. striga, Ἰ. strige, στρὶξ) = ψυχὴ ἀπαισία καὶ κακεντρεχής. Βλ. Στρίγγλα.

στριγλοπούλι (το)

νυχτοπούλι που προμηνύει, λένε, το κακό Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στριγλοποῦλι /τὸ/ (στρίξ, Ἰ. strige) = εἶδος γλαυκός, νυχτοκόρακας, νυχτοποῦλι, παιδίον ἀναιτίως κλαυθμηρίζον. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

στρίκα

Στρίκα /ἡ/ (Σ. στρέκα, Ἰ. striscia) = γραμμωτὸν διαποίκιλμα, γραμμὴ διαφόρου χρώματος.

στριτζώνω -ομαι

Στριτζώνω -ομαι (στράγγω, Λ. stringo) = σφίγγω, συσφίγγω, προκαλῶ δυσφορίαν ἢ ἀγωνίαν, δυσφορῶ, ἀγωνιῶ.

στριφογκόζομαι

δυσφορώ, στενοχωρούμαι Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στριφογκόζομαι (στρέφω, ὀγκοῦμαι, Ἰ. angosciare) = στρέφομαι ἐκ δυσφορίας ἢ ἄλγους ἐκδηλούμενος καὶ δι᾿ ἐλαφροῦ στεναγμοῦ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

στριφτάρι (το)

κουλούρα από στριφτό ζυμάρι, ζυμωμένο με λάδι και τυρί Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στριφτάρ(ι) /τὸ/ (στρέφω) = περίστρεμμα, κουλοῦρα ἀπὸ στρεπτοὺς πλοκάμους ζύμης. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

στριφτό

Ή “κορώνα ή γράμματα”. Ανήκει στην κατηγορία των λεγόμενων “τυχερών παιχνιδιών”, έτσι όπως μετεξελίχθηκε από τους αρχαίους. Είναι παιγνίδι, που όπως σημειώνει με κάποια δόση υπερβολής – νεότερος λόγιος Λευκαδίτης, σε αυτό προπολεμικά έπαιξαν οι Λευκαδίτες ολόκληρα λιοστάσια κι αμπελοχώραφα, δεν τους έφτανε -λέει – ο καφενειακός μπακαράς και το . . . Περισσότερα

στριφτούλι (το)

αγριολάχανο που το βάνουν στις λαχανόπιτες Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στριφτοῦλι /τὸ/ (στρέφω) = αὐτοφυὲς χόρτον ἐκ τῶν χρησιμοποιουμένων διὰ λαχανόπιττες. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

στρογυρός ή στιχερός (ο)

χοντρό ίσιο αγριόξυλο, ως 2 μέτρα ψηλό, μπηγμένο στο κέντρο του αλωνιού. Εκεί έδεναν γερά την αλωναριά, ένα χοντρό σκοινί που στην άλλη άκρη του είχε προσδεμένο άγγιστρο, που γάντζωνε στη λαιμαριά του εσωτερικού αλόγου, κατά το αλώνισμα.

στρολεγάρω

διευθετώ κάτι με ευκολία, προαισθάνομαι, διευκρινίζω, εξηγώ κάτι με λεπτομέρειες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στρολεγάρω (Ἰ. strologare, ἀστρολογῶ) = προγιγνώσκω, σχολιάζω, διευκρινίζω, λεπτολογῶ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης αραδιάζω, πραμυθολογώ, εξιστορώ (πιθ. από το Ιτλ. strologare =  παρατηρώ, διαβάζω τα άστρα / προφητεύω  ή συνθετη έκη . . . Περισσότερα

στρολογάω (στειρολογάω)

αφαιρώ τα φύλλα και τους μικροβλαστούς, που προβάλλουν άχαρα στον κορμό (=τη μάνα) του αμπελιού, ως επιβλαβή, που ρουφάνε τους χυμούς των καρποφόρων βλαστών. Το στρολόγημα είναι παλιά, παραδοσιακή μορφή της αμπελοκαλλιέργειας. Σε χργρφ. λογαριασμό του 1746 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βρίσκομε: “28 (Μαγιού) έβαλα και εστιρολόγισα τα αμπέλια …” και: . . . Περισσότερα

στρομπούλα (η)

στρογγυλή – εκ φύσεως – πέτρα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στρουμποῦλα καί Στρο(υ)μποῦλα /ἡ/ (στρόμβος -έω) = λίθος ἐκ φύσεως σφαιρικός. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης