Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στρομπούλι (το)

μικρή, στρογγυλή εκ φύσεως πέτρα, που θεωρούνταν εύρημα για τα παιδιά της σχολικής ηλικίας που έψαχναν σε ειδικά μέρη για να τα βρουν. Κι η χαρά τους δε λέγεται. Τα στρομπούλια είναι διαφόρων μεγεθών, από μικρά ρεβίθια μέχρι το μέγεθος μιας γυάλινης μπάλας. Τα σρομπούλια ήτα και παιδικό παιγνίδι.

στρουγγιάζομαι

μπαίνω στη στρούγκα (Βλάχικα: strunga) = μαντρί,, στάνη. μτφ. = χαμόσπιτο, φτωχόσπιτο. “Που να στρογκιαστεί κανείς σ΄ αυτό το σπίτι;”.

στρουμέντο

Στρ(ου)μέντο /τὸ/ (Ἰ. strumento) = ἐργαλεῖον, βοήθημα τέχνης. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης στρουμέντο : ἐργαλεῖον, βοήθημα τέχνης, (IT. strumento).   Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

στρούνα (η)

παλιό έθιμο της Πρωτοχρονιάς, σύμφωνα με το οποίο δίνουν χρήματα και δώρα στα παιδιά. στρούνα=μπουναμάς Στρούνα, εκτός από τους γονείς, έκανε κι ο νουνός και ο κουμπάρος που στεφάνωσε τους γονείς και άλλα συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα. Η στρούνα θεωρείται κατά τα έθιμα ανταποδοτική πράξη. Η λέξη είναι από το . . . Περισσότερα

στροῦτζα

Στροῦτζα /ἡ/ (Ἰ. struzzere) = ζημία, φθορά, καταστροφή. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης στροῦτζα (ἡ): ζημία, φθορά, καταστροφή, (IT. struggere). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

στρουτζάρω

Στρουτζάρω (Ἰ. struggere) = ζημιῶ, φθείρω, καταστρέφω. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης στρουτζάρω: ζημιῶ, φθείρω, καταστρέφω, (IT. struggere). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

στροφός

τρόπος αντιμετώπισης της πλανταμένης των αλόγων. Έβαζαν άχυρα κάτω από την κοιλιά τους και τα καπνίζανε βλ. και στρόφος

στρόφος (ο)

ασθένεια των ζώων, δυνατός κοιλόπονος από στρίψιμο των εντέρων. Αριστοφάνης, θεσμοφοριάζουσαι: “Στρόφος μ΄ έχει την γαστέραν”. Σήμερα χρησιμοποιείται αποκλειστικά για ζώα. Ο στρόφος θεραπεύεται από τους λαϊκογιατρούς με ζουμί διαφόρων βοτάνων και με βρασμένο κρασί. Παράλληλα λένε και το σχετικό ξόρκι. Σε παλιό γοατροσοφικό βιβλίο ( Η λαϊκή ιατρική στη . . . Περισσότερα

στρωματόμαλλα (τα) (της νύφης)

τα μαλλιά με τα οποία γιομίζουν τα στρώματα, τα μαξιλάρια, τις προσκεφαλίδες της νύφης. η τελετή του πλυσίματος των μαλλιών. Γινόταν συνήθως 10-15 μέρες πριν απ΄ το γάμο. Λένε: “αύριο έχομε τα στρωματόμαλλα της νύφης”, και εννοούν το πλύσιμο των μαλλιών, που γινόταν σε βρύση ή σε λαγκάδι. Η διαδικασία . . . Περισσότερα

στρωμάτσο (το)

πρόχειρο κρεβάτι με φτωχικά ρούχα και στρώμα από λινάτσα η στρωματσάδα, δηλ. στρώσιμο για ύπνο στο πάτωμα. “κοιμήθηκα στρωματσάδα απόψε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στρωμάτσο /τὸ/ (στρώννυμι) = πρόχειρος κλινοστρωμνή, γιατάκι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

στρωμή (η)

το στρώμα του σαμαριού, πάνω στο οποίο στηρίζεται ο ξύλινος σκελετός του σαμαριού. Η στρωμή γεμίζεται με άχυρο, καλαμιές, ή άλλο χόρτο. ΟΙ καλές στρωμές στην εξωτερική μεριά ήταν ντυμένες με δέρμα και στην εσωτερική με μάλλινο ύφασμα ΟΙ φτωχικές στρωμές είχαν μέσα κι έξω επένδυση από καναβάτσα.

στρωτήρ (ὁ)

στρωτήρ (ὁ): ἐγκάρσια δοκός στέγης καρφωμένης πάνω στήν κύρια δοκό, (ΑΡΧ. στρωτήρ).

στύμμα (το)

ένα κομμάτι στρατσόπανο που χρησιμοποιούσαν οι παλιές νοικοκυρές για να πλένουν τα πιάτα χρησιμοποιώντας ως απορρυπαντικό αλισίβα ή στάχτη. Για την ίδια δουλειά χρησιμοποιούσαν και λεμονοστύμμονα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχη Στύμα = τεμάχιο ὑφάσματος πού τό χρησιμοποιοῦν σάν σπόγγο γιά τό πλύσιμο τῶν πιάτων μέ ἀλυσίβα. Το . . . Περισσότερα

σύγκαλα (τα)

καλή, φυσιολογική κατάσταση “Έλα στα σύγκαλά σου, χριστιανέ μου …” = λογικέψου, ξενευρίασε, ησύχασε.

σύγκαμα (το) και συγκαίομαι

ο ερεθισμός του δέρματος από τον ιδρώτα ή τα ούρα. Σε συνταγή λαϊκογιατρού βλέπομε: “Δια το σύγκαμα του εφεδρώνος καλύτερον δεν είναι παρά να αλειφθή με το ξυγκοκέρι”. Το ρήμα = συγκαίομαι (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 231). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σύγκαμα /τὸ/ (σὺν-καίω) . . . Περισσότερα

συγκάνω

ταιριάζω, μονιάζω. Για τα παιδιά που μαλώνουν μεταξύ τους λέμε: “Δεν συγκάνουν, όλο τρώγονται”. Γενικά η λέξη χρησιμοποιείται για κείνους που δεν μπορούν να συνεργαστούν, που δεν τα πάνε καλά.

σύγκολα

Σύγκολα (σύγκωλος, σὺν-κολλάω -ῶ) =  ἐν συνεχείᾳ, κατ’ ἐπαφήν, συνεχομένως.

σύγξυλος -η -ο

Σύγξυλος -η -ο (σὺν-ξῦλον) = ὁ μετὰ τοῦ ἐφολκίου ἀπολλύμενος, ὁ βυθιζόμενος μαζὺ μὲ τὴν βάρκαν.

συγύρια (τα)

τα πράγματα που χρησιμοποιεί μια οικογένεια στο σπίτι ή και έξω απ΄ αυτό. Τα συγύρια τα λένε και ειδίσματα (ως πληθυντικός του “είδος”). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σ(υ)γύρια /τὰ/ (σὺν-γυρόω -ῶ) = εἴδη οἰκιακῆς χρήσεως καὶ εὐθετήσεως, ἐφόδια, χρειαζούμενα. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Συγύρια, τα: . . . Περισσότερα

συγυρίζω -ομαι και συγυράω

τακτοποιώ , ετοιμάζω το σπίτι, το γραφείο κ.λπ. Ετοιμάζομαι, βάνω τα καλά μου για επίσκεψη. “Ακόμα δε συγυρίστηκες;” – “Συγυρίσου κι έλα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σ(υ)γυράω -ίζω (σὺν-γυρόω -ῶ) = εὐθετῶ, τακτοποιῶ, εὐπρεπίζω, περιποιοῦμαι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    παλαιότερα ήταν γνωστή  η φράση . . . Περισσότερα