Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στρίγγλα (η)

  1. το μικρό κορίτσι που γεννήθηκε με το σημάδι της αδερφοφαγίας στη μύτη (αδερφοφάγος -γία)
  2. ξύλινος μοχλός (στρίγκλα) σε σχήμα αμβλείας γωνίας με σκοινάκι στην άκρη, για να περιστρέφει το αντί ώστε να μαζεύει γύρωθέ του το πανί.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Στρίγγλα /ἡ/ (στραγγάλη -ὶς) = ξῦλον φυσικῶς κεκαμμένον ἐν σχήματι ἀμβλείας γωνίας ποὺ συγκρατεῖ τὸ ἀντὶ τοῦ ἀργαλειοῦ ἵνα μὴ περιστρέφεται. (στρίξ; Ἰ. strige) = κακὴ γυναίκα, μέγαιρα. βλ. στρίγλα

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.