στρίγγλα (η)
- το μικρό κορίτσι που γεννήθηκε με το σημάδι της αδερφοφαγίας στη μύτη (αδερφοφάγος -γία)
- ξύλινος μοχλός (στρίγκλα) σε σχήμα αμβλείας γωνίας με σκοινάκι στην άκρη, για να περιστρέφει το αντί ώστε να μαζεύει γύρωθέ του το πανί.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στρίγγλα /ἡ/ (στραγγάλη -ὶς) = ξῦλον φυσικῶς κεκαμμένον ἐν σχήματι ἀμβλείας γωνίας ποὺ συγκρατεῖ τὸ ἀντὶ τοῦ ἀργαλειοῦ ἵνα μὴ περιστρέφεται. (στρίξ; Ἰ. strige) = κακὴ γυναίκα, μέγαιρα. βλ. στρίγλα
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης