Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στρεφεύω

στερεύω – ” Η βρύση ή το πηγάδι εστρέφεψε”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Στρεφεύω § γίνομαι στεῖρος, ἄγονος· κυρ. ἐπὶ τῶν ὑδάτων. Π. ἐστρέφεψεν ἡ θάλασσα = ἐξηράνθη, ἀστείρευσεν (ἰδ. αἴνιγμα 2).

Σημ. Αὐτὸ τὸ ἀρχαῖον στεριφεύομαι = στερφεύομαι = στρεφεύομαι

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.