στρεφεύω
στερεύω – ” Η βρύση ή το πηγάδι εστρέφεψε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στρεφεύω § γίνομαι στεῖρος, ἄγονος· κυρ. ἐπὶ τῶν ὑδάτων. Π. ἐστρέφεψεν ἡ θάλασσα = ἐξηράνθη, ἀστείρευσεν (ἰδ. αἴνιγμα 2).
Σημ. Αὐτὸ τὸ ἀρχαῖον στεριφεύομαι = στερφεύομαι = στρεφεύομαι
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου