στρίγλα 09 Μάι, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Στρίγλα /ἡ/ (Λ. striga, Ἰ. strige, στρὶξ) = ψυχὴ ἀπαισία καὶ κακεντρεχής. Βλ. Στρίγγλα.