στῆλος (ὁ)
στῆλος (ὁ): κίων, κολόνα, (ΑΡΧ. στῦλος).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
στῆλος (ὁ): κίων, κολόνα, (ΑΡΧ. στῦλος).
στηλόω -ῶ: στήνω κάτι ὄρθιο, (ΑΡΧ. στυλόω).
στήλωσις (ἡ): ἡ στήλη, (ΑΡΧ. στύλωσις).
το νήμα του αργαλειού, που έχει θέση κατά μήκος του αργαλειού, και που ανάμεσα απ΄ αυτό περνάει με τη σαΐτα το υφάδι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στ(η)μόν(ι) /τὸ/ (στήμων) = τὸ βασικὸν νῆμα τοῦ ἀργαλειοῦ ἐπὶ τοῦ ὁποίου διαπερᾶται τὸ ὑφάδι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Στηψιά = ὁ ἀλεσμένος ἐλαιόκαρπος, γιά νά στηφτεῖ σέ μία δόση.
τζάκι, “γωνιά“
γυναικείο υπόδημα γιορτιάτικης “πολυτελείας” και κλειστό σαν μποτάκι. Το ψηλοτάκουνο στιβαλέτο είναι περισσότερο γνωστό ως στιβάλι. Στιβάλια φορούσαν και οι άντρες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στ(ι)βαλέτο /τὸ/ (Ἰ. stivaletto) = γυναικεῖον ὑπόδημα στολισμοῦ, ψηλοτάκουνο γοβάκι ἐγχωρίου τύπου. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης βλ. στιβάλι
γυναικείο υπόδημα στολισμού, ψηλοτάκουνο κλειστό γοβάκι τοπικού τύπου βλ. και στιβαλέτο
Στίμη /ἡ/ (Ἀγ. stime) = ἀτμός, ἐνίσχυσις τῆς καύσεως εἰς μηχανὴν κινήσεως, ταχύτης: «ἔβαλε στὶμ» = ἀνέπτυξε ταχύτητα.
η εκτίμηση, το σέβας αλλά και ο υπολογισμός πραγμάτων κατ΄ εκτίμηση.
ο εκτιμητής
εκτιμώ, σέβομαι, κρίνω κατ΄ εκτίμηση και υπολογισμό διάφορα αντικείμενα, προϊόντα κ.λπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στ(ι)μάρω (Ἰ. stimare) = ἐκτιμῶ, ὑπολήπτομαι, κρίνω, νομίζω. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
και στίμμις αντιμόνιο Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
φαγητό, αλλιώς σοφ΄γάδο.
έβαζαν τα τσίπουρα στο κυλινδρικό τμήμα που ήταν ξύλινο και πίεζαν από πάνω για να βγάλουν το κρασί που μένει μετά το πάτημα. Στη βάση που ήταν πέτρινη είχε αυλάκι που μάζευε το κρασί και έπεφτε στην τσέντζερη που είχαν από κάτω
σωριασμένος φύρδην-μίγδην πράγματα, ιδίως είδη ρουχισμού. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στογὸς /ὁ/ (Ἰ. stucco, Σ. stog) = ὄγκος ἐστοιβαγμένων πραγμάτων (ἰδίᾳ εἰδῶν ἱματισμοῦ). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
το αρωματικό φυτό στοιχάς η λαβαντίς, των Στοιχάδων Νήσων της Μασσαλίας Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
στόκος (ὁ): στόκος, (IT. stucco).
ο ειδικός ή ειδική για το στόλισμα του γαμπρού ή της νύφης. Τη στολιδατόρισσα την έλεγαν και στολίστρα και φκιάστρα. Τους στολιδατόρους , πάλι, τους έλεγαν στολιδαρέους. Παλιότερα έπαιρναν και χρήματα για τον κόπο τους. Οι στολιδατόροι στόλιζαν τους γαμπρούς οου φορούσαν την παραδοσιακή λευκαδίτικη φορεσιά της βράκας. Σε χργφ. . . . Περισσότερα
Στομόνω (στομόω -ῶ) = ἀναστομῶ, ἀναχαιτίζω, ἀναγκάζω ζῷον ἀπομακρυνόμενον εἰς ὀπισθοδρόμησιν, ἁμβλύνω, ἁμβλύνομαι.
Στούβα /ἡ/ = στοιβή, στοιβηδὸν πλήρωσις χώρου ἢ δοχείου, ὄγκος.
χτυπάω με κοπανόξυλο διάφορα δημητριακά, όσπρια, κ.λ. για να βγουν οι κόκκοι π.χ. του λιναριού, του καλαμποκιού κ.ά. χτυπάω μέχρι να γίνει πολτός ένα κομμάτι κρέας, μια σουπιά κ.ά χρήσιμα στη λαϊκή ιατρική. Σε χργρφ γιατροσόφι διαβάζομε: “Έπαρε ρίγανη και ξίδι και μέλι και βράστα και πίνε το ζουμίον και . . . Περισσότερα
μεγάλο λιθάρι που να είναι του χεριού μας για πέταμα σκληρό πράγμα, “το ψωμί αυτό δεν τρώγεται, έγινε στούμπος” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στοῦμπος /ὁ/ (στύπος) = λίθος κατάλληλος πρὸς βολήν, σκληρός, ξηρός. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
εκπλήσσομαι, τα χάνω Ηθογραφίες Λευκαδίτικες, Ανδρ. Φίλιππα Χαριτωνίδου / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας απορώ, εκπλήσσομαι. Από το ιτλ. ρήμα stupire = εκπλήσσω, καταπλήσσω και sturipsi =μένω εμβρόντητος Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε
Στουρνάρι /τὸ/ (στορεύς;) = πυρόλιθος, τσακμακόπετρα.
ο κουτός, ο μπούφος, ο αγράμματος
Στοῦφος /ὁ/ (τόφφος, Ἰ. stoffo) = μάργη, φλύσχης, εὔθριπτον ἀργιλλῶδες πέτρωμα.
Στόφα /ἡ/ (Ἰ. stoffa) = ὕφασμα μετάξης ἢ ἄλλης πολυτελοῦς ποιότητος. (Ἀγ. stove) = θερμάστρα, σόμπα.
τσαπί
Στραβέλιακας /ὁ/ (στραβὸς) = διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλοίθωρος, ἀσθενὴς τὴν ὄρασιν, τυφλός.