Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στρέβλα (ἡ)

Στρέβλα /ἡ/ = στρέβλη, εἰδικὸς δεσμὸς σχοινίου πρὸς ἀνάσπασιν τοῦ σκαρμοῦ ἢ πασσάλου ἐμπεπηγμένου στερεῶς.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


στρέβλα (ἡ): ἐργαλεῖο μέ τό ὁποῖο στρεβλώνονται τά ξύλα,  (ΑΡΧ. στρεβλῶ).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου


Στρέβλα, § ἐργαλλ. δι᾿ οὗ στρεβλώνουσι τὰ ξύλα.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.