στριφογκόζομαι
δυσφορώ, στενοχωρούμαι
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στριφογκόζομαι (στρέφω, ὀγκοῦμαι, Ἰ. angosciare) = στρέφομαι ἐκ δυσφορίας ἢ ἄλγους ἐκδηλούμενος καὶ δι᾿ ἐλαφροῦ στεναγμοῦ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης