Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Ε

έκοψε (του κόβω)

Ο αόριστος χρησιμοποιείται με τις εξής σημασίες: “Έκοψε το αυγό” της σούπας, ‘έκοψε το κρασί” = ξίνισε, “έκοψε το γάλα” = χάλασε, ξίνισε. “Έκοψε το μουλάρι” = έκοψε το σκοινί του κι έφυγε. Έκοψε δρόμο κ.α. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἔκοψε (κόπτω, «κόβω»). λέγεται πρὸς δήλωσιν . . . Περισσότερα

ἔλα, ἐλάτε

Ἔλα, ἐλάτε, § ἐλθέ, ἔλθετε. ΚΝ. Σημ. Ἐγένετο ἐκ τοῦ ἐλθέ, ἔλθετε, τροπῇ τοῦ ε εἰς α (Συλλ. 1) καὶ ἀφαιρέσει τοῦ θ κατὰ τὰ Δωρικὰ ἐσλὸς ἀντὶ ἐσλθός. Ἔλα § ἐλθέ. Π. ἔλα ᾿ς τὸ σπίτι. § ἄγε· ἔλα νὰ πᾶμε = ἄγε ἴωμεν. § φέρε· ἔλα νὰ ἰδοῦμε . . . Περισσότερα

ελετζιόνε (η)

ελευθερία εκλογής και σκοπού. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἐλετζιόν(ε) /ἡ/ ἀρχ. (Ἰ. elezione) = ἐκλογή, προορισμός. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης βλ. και ελετζέρω

ἕλισο

Ἕλισο /ἡ/ = ἅλυσις, ἁλυσσίδα. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    ‘Ελ(υ)σο (η). Την παίζαμε παλιά τυλίγοντάς την με νάζι και πόζα στο δείκτη του χεριού μας. κατέληγε σ΄ ένα κρίκο, που μπορούσε κανείς να κρεμάσει τα κλειδιά του. Μεσαιωνικά, αλυσίδα – αλυσίδιν και μεταγενέστερα αλυσίδιον ή αλύσιον, υποκοριστικό του . . . Περισσότερα

ελλέβορος (ο)

το φυτό αγκλέορας. “Ο ελλέβορος λέγεται και σκάρφη και είναι βοτάνι βασιλικόν. Έπαρε την ρίζαν του ελλεβόρου και βάλε μέσα εις το πονεμένο και κουφό αυτί και την αλλάζεις ταχύ και βράδυ και υγιαίνει. (Λαϊκή Ιατρική της Λευκάδας, σελ 128).

ελόγου σου

ή του λόγου σου ή ετουλόγου σου (απαντά και στα τρία πρόσωπα – ενικού, πληθυντικού – ένδειξη αβροφροσύνης ή και ειρωνείας). “Ετουλόγου σου επήγες στη Χώρα σήμερα;”, δηλ. εσείς πήγατε στη Χώρα σήμερα; “Ελόου μου, δεν πήγα” Πάνος Ροντογιάννης, Απολογία Σωκράτους (μεταγλώττιση) κεφ. 1: “θα ομολογούσα, βέβαια, πως είμαι ρήτορας, . . . Περισσότερα

ἐμένα

Ἐμένα § ἐμέ. ΚΝ. Σημ. Ἐκ τοῦ Δωρ. ἐμένη (Σύλλ. 1). Οἱ Λευκάδιοι φιλοῦσι τὰς ἐπεκτάσεις καὶ μάλιστα κατὰ τὸ τέλος τῶν λέξεων· ἐντεῦθεν διέπλασαν τὰ ἤτανε, τέτοιος, ἐσένανε, τουτουνοῦ, τουτουνῶνε κτλ. ἀντὶ ἦτον, τοῖος, σέ, τούτου, τούτων. Κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τὸ ἐπεκτεταμένον ἐμένα ἔτι μᾶλλον ἐξεπέκτεινον εἰς . . . Περισσότερα

έμπ΄ρος (ο)

ο έμπειρος, ο δραστήριος. (έμπρος) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἔμπρος -α -ο (ἐμπερής, ἔμπειρος) = ζωηρός, εὐκίνητος, δραστήριος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

εμπατή (η)

είσοδος, πέρασμα -εμπατή του λιμανιού. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἐμπατὴ /ἡ/ (ἐμβαίνω) = πόρος, εἴσοδος μάνδρας ἢ περιφράγματος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης ἐμπατή (ἡ): εἴσοδος. Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου

έμπος (ο)

ξαφνική θύελλα, καταρρακτώδης βροχή. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἔμπος /ὁ/ (Ἰ. nembo) = αἰφνιδία λαῖλαψ, βαρεῖα νέφωσις ἑλαυνομένη ὑπὸ θυέλλης, προσεγγίζουσα καταρρακτώδη βροχή. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης ἔμπος (ὁ): αἰφνίδια λαίλαπα, θύελλα, (ΙΤ. nebbia). Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου

εμφήλιο[ς] (η)

η υφήλιος. “Εγύρ΄σα όλη την εμφήλιο να βρω αυτό το είδος” – ” όλη η εμφήλιο υποφέρει σήμερα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἐμφήλιο /ἡ/ = ἡ ὑφήλιος, ἡ ὑδρόγειος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

εμφύτευση (η)

κατά τον Ιδιωτικό Κώδικα εμφύτευση είναι μακροχρόνια μίσθωση ξένης περιουσίας με το δικαίωμα της φύτευσης. Δηλ.: όποιος ήθελε έδινε μιαν ακαλλιέργητη έκταση γης σε κάποιον με τον όρο να την καλλιεργήσει. Η σύμβαση επισφραγιζόταν με συμβόλαιο. Τα δέντρα ή τα κλήματα ανήκουν στον μισθωτή και η γη στο νοικοκύρη.

έντεσα (ντέζω)

“πιάστηκε από κάπου το σακάκι μου και σκίστηκε” – “Έντεσα σε μια πρόγκα”. Μεταφορικά = έμπλεξα με κακές παρέες, γενικά … Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἔντεσα (ἐν-δέω) = ἠγγιστρώθην ἐκ τοῦ ἐνδύματος, ἐνεπλάκην, προσέκοψα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἔντεσα = ἀγκυστρώθηκα, ἔντεσα στά βάτα (ἀγκυστρώθηκα . . . Περισσότερα

έντογια (έτο)

νάτο δα, είναι μπροστά μας. φράση: “Έντογια λοιπόν, καλά σου το ΄λεγα εγώ” και απλούστερος τύπος: έτο = νάτο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἐντογιά = κάτι πού προφέροντας τή λέξη, δείχνουμε μέ τό χέρι, ἐντογιά, (νάτο, δέστο). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

έντονε -ηνε, -να ή έντοσε -ντηνε

νάτος – νάτη ή νάτονε – νάτηνε Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἔντονε -ηνε -ονε β.λ. ἔντοσε -ηνε -ογια. Ἔντοσε -ηνε -ογια (αἵ, αἶ-τός, ὅς, ἥ, τό, Σ. -ἔτο) = ἰδοὺ αὐτός, ἰδοὺ αὕτη, ἰδοὺ τοῦτο, νάτος, νάτη, νάτο. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης βλ. ἔντος ἔντις, ἔντο, . . . Περισσότερα

εντουκα(τ)σιόν (η)

αγωγή, ανατροφή, καλός τρόπος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἐντουκατσιὸν /ἡ/ (Ἰ. educazione) = ἀγωγή, ἀνατροφή, μόρφωσις. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

εντράδα (η)

το εισόδημα, η σοδειά, η είσπραξη. Μεταφορικά: φαγητό από λαχανικά και κρέας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἐντράδα /ἡ/ ἀρχ. (Ἰ. entrata) = πρόσοδος, εἰσόδημα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

έντωσα

ανακουφίστηκα, ηρέμησα, ησύχασα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἔντωσα (ἐνδίδω, «ντόζω») = ἐνέδωσα, ἀνεκουφίσθην, ἀπηλλάγην δεσμῶν, κόπου ἢ κακουχίας. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἔντωσα = ξαλάφτωσα, ἀνακουφίστηκα, ἔντωσα ἀπ᾿ τή δουλειά (ξέντωσα ἀπ᾿ τή δουλειά). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

εξαγκώνι

ράτσα κριθαριού. Έχει έξι σειρές σπόρων στο στάχυ του και απόδοση αρκετά πλούσια.