ανάρια- ανάρια (επίρρ.)
αραιά-αραιά, πού και πού, με επιφύλαξη.
φράση: “ανάρια-ανάρια βόσκουν οι γίδες στο λόγγο” – “όταν σπέρνομε σιτάρι ρίχνομε το σπόρο αριά αριά”
Λαϊκός στίχος: “Ανάρια-ανάρια το φιλί για να ΄χει νοστιμάδα” – “ανάρια φύτρωσαν τα σπαρτά”.