Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ανάρια- ανάρια (επίρρ.)

αραιά-αραιά, πού και πού, με επιφύλαξη.
φράση: “ανάρια-ανάρια βόσκουν οι γίδες στο λόγγο” – “όταν σπέρνομε σιτάρι ρίχνομε το σπόρο αριά αριά”
Λαϊκός στίχος: “Ανάρια-ανάρια το φιλί για να ΄χει νοστιμάδα” – “ανάρια φύτρωσαν τα σπαρτά”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.