έγκαψη (η)
επιθυμία, πρόθεση, πόθος.
“Τι μπα κι έχω έγκαψη;” – “Δεν έχω έγκαψη να τόνε γιδώ”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἔγκαψι /ἡ/ (ἐν-καίω, καῦσις) = διακαὴς πόθος, σφοδρὰ ἐπιθυμία.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σφοδρή επιθυμία για κάτι. Από την πρόθεση εν και το ρήμα καίω.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης