ἐγεδέτοι καί ἐδεδέτοι
’Εγεδέτοι καὶ ἐδέδετοι, ἐπίρ. δεικτ. τρόπον. § οὕτω πως. Π. τὸν ἐβάρεσα ἐδεδέτοι οὕτω πως, § οὕτως, ὅπως ὁ ἄρρωστος εἶνε ἐγεδέτοι οὕτως εἶεν, ὅπως ἦτον.
Σημ. Τὸ μόρ. τοῦτο συντίθεται ἐκ τῶν δεικτ. ἐγ᾿, ἐδ᾿ (ἅπερ ἰδὲ) καὶ τοῦ τροπικοῦ ἔτσι (πρβλ. Φιλίς. Α΄. 287). Ὁ Βυζ. παραλ. τὴν λ.
βλ. καί έγε δ΄ έτσι (επίρρ.)