Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Ε

ἐξὸν

Ἐξὸν (Ἐξόν, ἔξω ὧν, ἔξω ἂν) = ἐκτός, ἐκτὸς ἂν, πλήν, πλὴν ἄν.

εξπήριος -α – ο

δραστήριος, έξυπνος, επιτήδειος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἐξπήριος -α -ο (Γλ. expert) = ἔμπειρος, ἐπιτήδειος, ἀξιοθαύμαστος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Εξπίριο. Αυτό το παιδί, λέει η μάνα (συνήθως) είναι εξπίριο, πανέξυπνο δηλαδή. Σωστά Ο Λάζαρης συνδέει με το γαλλικό expert. Και στα αγγλικά η πείρα, . . . Περισσότερα

ἐπέρυσι

Ἐπέρυσι § πέρυσι. Σημ. Ἡ πρόσληψις τοῦ ε ἐγένετο κατὰ τὰ ἀρχ. ἐείκοσι, ἐρωδιός, ἀντὶ εἴκοσι, ῥωδός, καὶ κατὰ τὰ ἄλλα δημοτικὰ ἐσήμερα, ἐψές, ἐχτές, ἐτοῦτος κτλ. Ὁ Βυζ. παραλ. τὸν τύπον τοῦτον.

επολληώρα

Επολληώρα ή απολληώρα: (χρον. επίρ.) = πριν από πολλή ώρα, (ου πολλήν ώραν), ενωρίτερα.

επροψές (επίρρ)

το προχθεσινό βράδυ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἐπροψὲ(ς) /ἐπίρ./ (πρὸ-ὀψὲ) = προχθὲς ἀργά, προχθὲς βράδυ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

ἔρ(ρ)ιζα

Ἔρ(ρ)ιζα /ἐπίρ./ (ἐν-ῥίζα) = παρὰ τὴν ῥίζαν, παρὰ τὴν βάσιν, σύρριζα. (ἔρριζα)

έρες-περτέρες

“επαραγγείλανε έρες-περτέρες να πάει αμέσως” – “εστείλανε και τον επήρανε έρες-περτέρες”, δηλ. τον καλέσανε να έρθει εσπευσμένα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης   Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

ερμοδάχτυλος

φυτό της οικογένειας των ιριδοειδών, κοινώς αγριόκρινος Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

έρμπα

“Ε πάρε κόντρα έρμπα μπιστόρντα, αγγελικά, τεμίτιλα. Αυτά τα 4 είδη είναι βότανα της γης”. (από λαϊκό γιατροσόφι, κώδικας Θανάσης Κατωπόδης, συνταγή ρπά).

έρτα (η)

οι πελεκητές πέτρες που τοποθετούν στις γωνιές νεόκτιστου οικήματος. Από τέτοιες πέτρες χτίζονται και ορθοστάτες στις πόρτες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἔρτα /ἡ/ (εἴρω) = ἕκαστος τῶν λαξευτῶν γωνιολίθων ἐξ ὧν κτίζονται οἱ ὀρθοστάται τῶν πυλῶν καὶ τῶν θυρῶν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης ἔρτα (ἡ): . . . Περισσότερα

ἔσβος

Ἔσβος /ὁ/ = τὸ ἀγριμαῖον τρόχος, ἀσβός. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἔσβος § ζῶον ὑπὸ γῆν διαιτώμενον. Σημ. Ἡ μέλις τῶν ἀρχαίων. Ὁ Βυζ. καὶ ὁ Αἰνιὰν γρ. Ἄσβος (Ἀθην. σ. 14). Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου  

εστραορδινάριος (ο)

τιμητικός τίτλος του Ανώτερου Διοικητή κάθε νησιού της Επτανήσου στην εποχή της Ενετοκρατίας, που λεγόταν Προνοητής ή Προβλεπτής. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἐστραορδινάριος -α -ο /ἀρχ./ (Ἰ. straordinario) = ἔκτακτος, ἀνώτερος, ἐπίσημος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης