έδε (επίρρ.)
δεν πηγαίνει μόνη της η λέξη, πάντα προσδιορίζει ή συμπληρώνει την έννοια μιας άλλης: “εδεδώ” -“έδεκεί” – “εδαυτού”.
Προσδιορισμός τόπου: εδώ ακριβώς εκεί ακριβώς – “έδε τόσο”= τόσο δα, “εδεπά”=εδώ που είμαστε.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἔδε (ᾦδε), συναντᾶται σύνθετον εἰς τοὺς τύπους: ἔδ’ ἀπάνου, ἔδε κάτου, ἐδεδῶ, ἐδεκεῖ, ἐδαυτοῦ, ἐδευτοῦ, ἔδε τώρα, ἔδε δ’ ἔτσι, ἔδε τόσος -η -ο, μὲ ἔννοιαν ἀναλόγως τοπικήν, χρονικήν, τροπικήν ἢ ποσοτικήν = ἐδῶ ἐπάνω, ἐδῶ κάτω, ἐδῶ δά, ἐκεῖ δά, αὐτοῦ δά, τώρα δά, ἔτσι δά, τόσος δά.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Στίχος του Βαλαωρίτη από τον Φωτεινό: “Δυο μήνες έρρεψα εδέδω”. Είναι τοπικό επίρρημα της δημοτικής και σημαίνει εδώ ακριβώς. Σωστά ο Κοντομίχης λέει πως δεν πηγαίνει μοναχό του το εδέ, αλλά ακολουθείται συνήθως και από άλλες λεξούλες (προσφύματα, τα λέει η γραμματική), όπως εδεκεί, εδεπά και το καθαρά καρσάνικο, θα ΄λεγα εδε(γ) έτσ΄κλπ.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης