είδος – ειδίσματα (πληθ.)
τα είδη, τα υπάρχοντα του σπιτιού, του ατόμου. “Έχασα το είδος μου” – “Ετακτοποίησα τα ειδίσματά μου”. Παροιμία: “Χάνει κανείς το είδος του, χάνει και την ψυχή του” = Όταν δεν ξέρομε ποιος μας έκλεψε ένα είδος και υποψιαζόμαστε κάποιον, χωρίς βεβαιότητα.