Όλα τα λήμματα από Γλωσσικές Σημειώσεις Ναπολέων Π. Δουβίτσας
((α)κουή, άκουσμα, όνομα) λέξη από την παροιμία: “Ο Μάης έχει την ΄κουή, κι ο Θεριστής την πείνα”. Οι φτωχοί αγρότες συνήθιζαν να θερίζουν το μήνα Μάη, καλαμπόκι, ώστε να έχουν καλαμποκάλευρο για να καλύψουν τις ανάγκες τους, έως ότου θερίσουν το σιτάρι τους. Οπότε το Μάιο, είχαν ψωμί στα σπίτια . . . Περισσότερα
μικρής έκτασης
να αλλοιωθούν. Για τα σπερνά.
το στήριγμα, αυτό που στηρίζει, προστατεύει Από το ρήμα “αντερείδω”, στηρίζω επί άλλου.
Ντόπιο σιτάρι με πολλές ομοιότητες με το μαυραγάνι στην εφάνιση και στην απόδοση, μόνο ότι ήταν λευκότερο, όθεν και το όνομά του. βλ. και κορνόβι
ράτσα κριθαριού. Έχει έξι σειρές σπόρων στο στάχυ του και απόδοση αρκετά πλούσια.
βλ. καμπέρα και κουτρουλό (σιτάρι)
ποικιλία σιταριού, δίχως αγάνια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λεγόταν και κουτρουλό σιτάρι ή ζορκόσταρο επειδή δεν είχε άγανα (αγάνι), ήτανε ζόρκο απο άγανα (όχι ζόρικο). Η καμπέρα ήταν εισαγόμενο είδος σταριού. Ναπολέων Π. Δουβίτσας – άρθρα ΚΑΡΣΑΝΙΚΑ ΝΕΑ
σφαιρικό σχήμα, από την κατσούλα (=σκεπή του φούρνου)
Καφασοβελονιά ή καφασωτό. Ένα από τα τρία κύρια στοιχεία που εμπνεύστηκαν και πραγμάτωσαν οι γυναίκες της Καρυάς για την καρσάνικη βελονιά. Το βασικότερο δομικό στοιχείο στην συγκεκριμένη κεντητική τέχνη. Τα άλλα δύο στοιχεία είναι το σταυρομάτι και το πλακέ. Η καφασοβελονιά, έχει βαθιές ιστορικές-κοινωνικές ρίζες. Κατά τον εκκλησιασμό επιβάλλετο παλιαότερα . . . Περισσότερα
βλ. καφάσι
βλ. καφάσι
ελιές, βρώσιμες ελιές ντόπιας επεξεργασίας. τοποθετούνται και “γίνονται” κυρίως σε αλμύρα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κολ(υ)μπάδα /ἡ/ (κολυμβὰς) = ἐλαιοκαρπὸς συντετηρημένος ἐντὸς ἅλμης πρὸς βρῶσιν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Κολυμπάδες = ἐλιές φαγώσιμες πού διατηροῦνται μέσα σέ ἅρμη. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής . . . Περισσότερα
προεξοχή σφαιροειδής σε νήμα, σκοινί κ.α., ως εξής: αναδιπλώνω κυκλικά την άκρη ή άλλο σημείο σκοινιού ή κλωστής και έπειτα σφίγγω το τμήμα αυτό, για λόγους ασφαλείας στη δουλειά που κάνω. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται η λέξη. Κατάρα: “Να σ΄ γέν΄ κόμπος μέσα σου!”, εννοεί το φαγητό που τρώει . . . Περισσότερα
Βλ. καμπέρα και ζορκόσταρο
βλ. πληγούρι
το μπροστινό άνοιγμα του αντρικού παντελονιού (κούμπωσε το πορτέλο ή τα πορτέλα σου).
βλ. προφτασίδι
τα δρομάκια, τα σοκάκια. >ρυμοτομώ
ράτσα κριθαριού. Είχε τέσσερις σειρές σπόρων στο στάχυ του και φτωχή απόδοση. Έδινε πιο σκουρόχρωμο σε σχέση με άλλες ράτσες κριθαριού, ψωμί.
το μείγμα μουστόπιτας και ξηρών καρπών, που αποτελούσε ένα εύγεστο έδεσμα. Μέρες πριν το βράσιμο του μούστου τα παιδιά μπελόνιαζαν την ψίχα από αμύγδαλα και καρύδια. Έφταχναν αρμάθες κάποτε σε μήκος ενός μέτρου. Την αρμάθα τη δίπλωναν δυο τρεις φορές για ν΄ αποκτήσει πάχος και έτσι να συγκρατεί το χυλό . . . Περισσότερα