Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξεσγαλίζω

  1. ξεφλουδίζω, μισοκόβω βλαστάρια δέντρων ή θάμνων.
  2. τραυματίζω επιδερμικά σημείο του σώματος μου. “Εξεσγάλ΄σα το χέρι μου με κάτι ξύλα”.
    στο ξεσγαλισμα βάνουν αμέσως σάλιο ή κάτουρο για απολύμανση και σε βαρύτερες περιπτώσεις χωνεμένη κοπριά βοδιού. Που να ΄ξεραν οι πρακτικοί και αγράμματοι θεραπευτές ότι μ΄ αυτό τον τρόπο σχηματίζονταν αντισώματα, ένα είδος αντιτετανικού.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ξεσγαλίζω (ἐκ-Ἰ. scagliare) = ξεσχίζω, ἀπομασχαλίζω, ξεφλουδίζω.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.