προντάω
διώχνω βιαίως κάποιον. “Πρόντησε τις κότες από κει” – “Πήγα να του το πω και πρόντησε” – “Πρόντα το σκύλο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Προντάω (Ἰ. prontare) = ἀποδιώκω, ἀποπέμπω, κάμνω τινὰ ν’ ἀπομακρυνθῇ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Επρόντησε. Τον έδιωξε ή έφυγε άτακτα. Στα ιταλικά pronto θα πει εμπρός (στο τηλέφωνο), αλλά ενν. a partire, δηλ. να φύγω. Επομένως, εδώ τον επρόντησε, του είπε να φύγει, (να στρίψει) γρήγορα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Προντάω = διώχνω βίαια, πρόντα ἐκεῖνο τό σκυλί (διῶξε ἐκεῖνο τό σκυλί).
Προντάω § ἀποπέμπω.
Σημ. Ἐκ τοῦ προωθέω (ἰδ. Σύλλ. 11. 18), ἡ λ. εὔχρ. εἰς τοὺς χωρικούς.