τζούκια (τα)
το μείγμα μουστόπιτας και ξηρών καρπών, που αποτελούσε ένα εύγεστο έδεσμα.
Μέρες πριν το βράσιμο του μούστου τα παιδιά μπελόνιαζαν την ψίχα από αμύγδαλα και καρύδια. Έφταχναν αρμάθες κάποτε σε μήκος ενός μέτρου. Την αρμάθα τη δίπλωναν δυο τρεις φορές για ν΄ αποκτήσει πάχος και έτσι να συγκρατεί το χυλό της μουσταλευριάς. Όταν ο χυλός πύκνωνε κι ενώ έβραζε, βουτούσαν αρκετές φορές εκεί μέσα την αρμάθα. Σε κάθε βούτηγμα η αρμάθα συγκρατούσε όλο και περισσότερο χυλό, μέχρι που αποκτούσε το πάχος ενός σαλαμιού αέρος. Τότε τα τζούκια ήταν έτοιμα. Τα κρεμούσαν στον ήλιο να λιαστούν και να ξηραθούν, όπως η μουστόπιτα.
Μάλιστα οι νοικοκυρές συνήθιζαν να αφήνουν τα τζούκια να ξεραίνονται σε σημεία που δεν ήταν εύκολα προσβασιμα, από το φόβο της κλοπής τους από τα παιδιά της γειτονιάς.