κόμπος (ο)
- προεξοχή σφαιροειδής σε νήμα, σκοινί κ.α., ως εξής: αναδιπλώνω κυκλικά την άκρη ή άλλο σημείο σκοινιού ή κλωστής και έπειτα σφίγγω το τμήμα αυτό, για λόγους ασφαλείας στη δουλειά που κάνω.
Σε πάρα πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται η λέξη.
Κατάρα: “Να σ΄ γέν΄ κόμπος μέσα σου!”, εννοεί το φαγητό που τρώει να του σταθεί στο λάρυγγα.
Παροιμίες: “Κάνε κόμπο την κλωνιά σου, να μη χάσεις τ΄ βελονιά σου” – “Έφθασε ο κόμπος στο χτένι”.
Φράσεις: “βάλε μου ένα κόμπο λάδι, να ζήσουν τα πεθαμένα σου”, “νιώθω κόμπο στην καρδιά”. - τα σημεία των βλαστών απ όπου ξεπετιούνται τα φύλλα. Οι κόμποι της κληματόβεργας, της τριανταφυλλιάς, καλαμιάς κ.α.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κόμπος είναι ο ρόζος, το γόνατο στα φυτά με καλαμωτ’ο κορμό, όπως το σιτάρι, κατ΄ επέκταση ο λαός έλεγε και το μεσοδιάστημα του καλαμωτού κορμού μετξύ δύο γονάτων.
παροιμία: “Πέντε μήνες , ένας κόμπος, ένας μήνας, πέντε κόμποι”, σχετική με την ανάπτυξη του σιταριού.
Ναπολέων Π. Δουβίτσας – άρθρα ΚΑΡΣΑΝΙΚΑ ΝΕΑ