Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κόμπος (ο)

  1. προεξοχή σφαιροειδής σε νήμα, σκοινί κ.α., ως εξής: αναδιπλώνω κυκλικά την άκρη ή άλλο σημείο σκοινιού ή κλωστής και έπειτα σφίγγω το τμήμα αυτό, για λόγους ασφαλείας στη δουλειά που κάνω.
    Σε πάρα πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται η λέξη.
    Κατάρα: “Να σ΄ γέν΄ κόμπος μέσα σου!”, εννοεί το φαγητό που τρώει να του σταθεί στο λάρυγγα.
    Παροιμίες: “Κάνε κόμπο την κλωνιά σου, να μη χάσεις τ΄ βελονιά σου” – “Έφθασε ο κόμπος στο χτένι”.
    Φράσεις: “βάλε μου ένα κόμπο λάδι, να ζήσουν τα πεθαμένα σου”, “νιώθω κόμπο στην καρδιά”.
  2. τα σημεία των βλαστών απ  όπου ξεπετιούνται τα φύλλα. Οι κόμποι της κληματόβεργας, της τριανταφυλλιάς, καλαμιάς κ.α.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κόμπος είναι ο ρόζος, το γόνατο στα φυτά με καλαμωτ’ο κορμό, όπως το σιτάρι, κατ΄ επέκταση ο λαός έλεγε και το μεσοδιάστημα του καλαμωτού κορμού μετξύ δύο γονάτων.
παροιμία: “Πέντε μήνες , ένας κόμπος, ένας μήνας, πέντε κόμποι”, σχετική με την ανάπτυξη του σιταριού.

Ναπολέων Π. Δουβίτσας – άρθρα ΚΑΡΣΑΝΙΚΑ ΝΕΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.