Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Γλωσσικές Σημειώσεις Χ. Ζαβιτσάνου / Φ. Παπασταματίου

μπόλια (και ομπόλια) (η)

Λέξη που χρησιμοποιούνταν παλιότερα με διπλή έννοια: 1) μπόλια = κεφαλόδεσμος, μαντήλι του κεφαλιού, αντρών και γυναικών, και 2) μπόλιες σκουπίσματος. Συχνά έκαναν διάκριση λέγοντας “ομπόλιες του προσωπου”. Σε προικοσ. του 1842 βρίσκομε: “ομπόλιες του προσώπου δώδεκα”. Τις μπόλιες για σκούπισμα τις έλεγαν και σφογγόμπολες. Σε προικοσύμφ. του 1706: ” . . . Περισσότερα

μπολίτσα

Μπολίτσα βλ. λ. πολίτσα. κόγχη, εσοχή μικρών διαστάσεων Μπολίτσα στο χρόνο

νιόφωτο (το)

το νέο ζευγάρι μετά το στεφάνωμα, νιόπαντροι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Από τραγούδι του γάμου (Μεγανήσι) – λέγεται στο χορό της πεθεράς με τη νύφη “Στου καλού γαμπρού το γόνα κάθονται δυο χελιδόνια τόνα λαλάει, τ΄ άλλο παίζει, τ΄ άλλο τραγουδάει και λέει: Τέτοιο νιόφωτο δεν είδα. . . . Περισσότερα

π(ι)θώνω

Πιθώνω (ἀπὸ-τίθημι) = ἀποθέτω, φυλλάσω, τοποθετῶ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Απόσπασμα από μοιρολόι του Μεγανησίου “Μαυρέτα μου τον πόνο σου πού να τονέ πιθώσω; να τον πιθώσω στα κλαριά, τον παίρνουν τα πουλάκια, να τον πιθώσω στο τρίστρατο, τον παίρνουν οι διαβάτες. …” Μπολίτσα στο χρόνο φράση: “το ΄σκωσε . . . Περισσότερα

παντοχιά (η)

Απόσπασμα από βόα μεγανησιώτικη “… Κι όταν θα με περάσουνε από τη γειτονιά σου, σκούξε και βγάλε μια φωνή, πάει η παντοχιά σου…” Μπολίτσα στο χρόνο βλ. και απαντοχή

πετσάλι

Πετσάλι /τὸ/ (Ἰ. pezza) = πυκνὸν δίκτυον τοῦ σάκκου τῆς τράτας ἢ τοῦ μπραγανίου συγκρατοῦν τοὺς μικροὺς ἰχθῦς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Από βόα του Μεγανησίου: ” Βόα της τράτας Μια τράτα ετσουμάρνησε από το Σπαρτοχώρι Τη συμπληρώσαν δυο παιδιά από το Κατωμέρι Η τράτα αυτή ήτανε του γέρο-Κονιδάρη . . . Περισσότερα

ροῦγα

Ροῦγα /ἡ/ (Ἀλ. ρρούγε -α) = ἡ πλατεῖα τοῦ χωριοῦ, μεσοχῶρι, ἀγορά. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης ρούγα (ἡ): δρόμος, (BEN. ruga). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου Τραγούδι του γάμου (Μεγανήσι) – όταν η νύφη φεύγει από το σπίτι και της τραγουδούν στο δρόμο, ενώ η νύφη σκορπά στο διάβα . . . Περισσότερα

σαλτάω

Περιγελαστικό τραγούδι από το Μεγανήσι Ο ποντικός εσάλτησε Ο ποντικός εσάλτησε από το παραθύρι κι η μάνα του του φώναζε: πού πας μωρέ Ζαφείρη; Πάω να χτίσω μάρμαρο, να φκιάσω μοναστήρι για να περνούν οι όμορφες να μου φιλούν τα χείλια ‘Εβγα ήλιε πύρωσέ με και κουλούρα χόρτασέ με, ν΄ . . . Περισσότερα

σγαρλίζω ή σγαλίζω και σγαρλάω

ξεσχίζω, ψαχουλεύω, κακοποιώ κάτι. Συνήθως το χρησιμοποιούμε με την πρόθεση εκ (εξ) μπροστά. Π.χ. “μου ξεσγάλισε το χέρι” = με ξέσκισε. “Εξεσγάλισε το δεντράκι” = το ξεσκάλισε. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σγαρλάω καί  Σγαρλίζω (Ἰ. scarnare) = ξεσχίζω, σκαλίζω ἀνωμάλως. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Σγαρλάω = . . . Περισσότερα

σκαφίδι

φτιαχνόταν από κορμούς δέντρων που τα σκάλιζαν και τα χρησιμοποιούσαν για το ζύμωμα του ψωμιού.. Παρόμοιο σκεύος (κάφη) χρησιμοποιούσαν για να πλένουν τα ρούχα Γλωσσάριο Μιλτ. Δ. Κακλαμάνη Από τραγούδι του γάμου (Μεγανήσι): ” … Κάρυνο είναι το σκαφίδι και μεταξωτή είν΄ η σήτα και πανώρια η αναπιάστρα που αναπιάνει . . . Περισσότερα

σκούζω και σκρούω

σκρούω (οσκρός) = κεντρίζω. φράση: “Μ΄ έσκουξε ένας σέρσελας” – “τον έσκρουξε ένας μαύρος σκορπιός”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σκρούζω (ἐσ-κρίνω, κρούω, «ὀσκρὸς») = νύσσω, κεντρίζω, ἐρεθίζω: «μ’ ἔσκρουξ’ ἡ ἀσφήκα». Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Σκρούει = κεντρίζει μέ ἰοβόλο κεντρί, ἀπό τό σκρός. Το Γλωσσάρι . . . Περισσότερα

σπιά(ν)τζα (η)

μικρή και ασφαλής αμμώδης παραλία. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπιάντζα /ἡ/ (Ἰ. spiaggia) = ἀμμώδης παραλία, ἀμμουδιὰ παραλίας. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Από βόα του Μεγανησίου: ” Βόα της τράτας Μια τράτα ετσουμάρνησε από το Σπαρτοχώρι Τη συμπληρώσαν δυο παιδιά από το Κατωμέρι Η τράτα . . . Περισσότερα

σύντας

Σύντας (συντάσσω) = ὅταν, ὁσάκις, ἐνταυτῶ, συγχρόνως. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Σύντας, ἐπίρρ. χρ. § ὅταν. Π. σύντας ἔρτω, μοῦ τὰ λές· λέγομεν ἀκόμη καὶ ’σάν. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου Από τραγούδι γάμου (Μεγανήσι) – λέγεται στα καρφώματα ” … Σύντας τα εκεντούσανε, ούλα τα δέντρα ανθούσανε, και τα . . . Περισσότερα

τρατολό(γ)ος

Τρατολόγος /ὁ/ (Ἰ. tratta-λέγω) = ἁλιεργάτης τῆς τράτας, ψαρᾶς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Από βόα του Μεγανησίου: ” Βόα της τράτας Μια τράτα ετσουμάρνησε από το Σπαρτοχώρι Τη συμπληρώσαν δυο παιδιά από το Κατωμέρι Η τράτα αυτή ήτανε του γέρο-Κονιδάρη (του Σκαμπανέα) είχε το γέρο Μουστακλή στην πλώρη σαν . . . Περισσότερα

τσιλίμπρια

χορός γυναικείος από το Μεγανήσι (Κατωμέρι) Οι γριές έλεγαν χαριτολογώντας: “Κάτσε κάτου, ωρή, τί θα κάμεις και σήκωσες τον όρλο σου, θα μας χορέψεις τα τσιλίμπρια;”, ενώ άλλες φορές επιτιμηκτικά έλεγαν τη φράση: “Θα σε χορέψω τα τσιλίμπρια“. Τον χορό τον παρασταίνανε γυναίκες. Από επίθεση πειρατών στο Σπαρτοχώρι, οι γυναίκες . . . Περισσότερα

τυλίχτρα (η)

σύνεργο του διασιδιού. Είναι ένα αντί του αργαλειού, πάνω στο οποίο τυλίγεται το νήμα-στημόνι της διάστρας. Όταν δηλ. αδειάσουν τα καλάμια, μεταφέρουν το νήμα απ΄ το σκαμνί στο αντί: η γυναίκα πιάνει και κομπιάζει τις άκρες των κλωστών στο αντί και αρχίζει κατόπιν να το γυρίζει. Με το γύρισμα τραβιέται . . . Περισσότερα

φιρφιρένιος

Φιρφιρένιος βλ. λ. φερφερένιος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Από τραγούδι γάμου (Μεγανήσι) – αφορά σε ευχή της μάνας του γαμπρού, την παραμονή του γάμου (Σάββατο) όταν στήνουν το μπαγιεράκι. ” … Ατσαλένιο το καλάμι, μεταξένιο το μαντήλι, ασημένιο το βελόνι, μεταξένια η κλωνά, και τα χέρια που το ράφτουν . . . Περισσότερα

φουμίζω

Φουμίζω = φημίζω, κοσμῶ, ἐξωραΐζω, προβάλλω. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    φημίζω και φουμίζω. Λέμε εφούμ(ι)σε ο τόπος. Γραμματικά πρόκειται για ρήμα με την έννοια του επιδεικνύομαι, αλλά και του καλλωπίζομαι. Στα μεσαιωνικά κείμενα, όπως είναι το “Χρονικόν του Μορέος” βλέπομαι: “κι άρξετο να φημίζεται εμπρός από τους Φράγκους” . . . Περισσότερα

χαρακίδα (η)

Τον καιρό των Ενετών και των Φράγκων (σύμφωνα με αφηγήσεις της Χρυσούλας του Γιάννου του Καράμπαλου, που το είχε ακουστά από τον παππούλη της τον Ζαχαρία Πολίτη – Μεγανήσι), όποιος Λευκαδίτης έκαμε ωραία θυγατέρα τη χαράκωνε στο μάγουλο για το φόβο να την πάρουν οι Φράγκοι ή οι Ενετοί. Την . . . Περισσότερα

χλίβομαι

Χλίβομαι = θλίβομαι, λυποῦμαι, δυσθυμῶ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Από μοιρολόι (Μεγανήσι) “Για κλάψετε να κλάψουμε, χλιφτήτε να χλιφτούμε να μάσουμε τα δάκρυα, να σούρει ένα ποτάμι. Να πάει κα΄ στη μαύρη γης, να πάει στο κάτου κόσμο για να νιφτούν οι άνιφτοι, να πιουν οι διψασμένοι κι αυτοί . . . Περισσότερα