σκούζω και σκρούω
σκρούω (οσκρός) = κεντρίζω.
φράση: “Μ΄ έσκουξε ένας σέρσελας” – “τον έσκρουξε ένας μαύρος σκορπιός”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκρούζω (ἐσ-κρίνω, κρούω, «ὀσκρὸς») = νύσσω, κεντρίζω, ἐρεθίζω: «μ’ ἔσκρουξ’ ἡ ἀσφήκα».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Σκρούει = κεντρίζει μέ ἰοβόλο κεντρί, ἀπό τό σκρός.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Σκούζω = φωνάζω δυνατά. ΚΝ.
Σημ. Ἐκ τοῦ σκύζω (Σύλλ. 14).
Σκούζω, § φωνάζω μεγάλως. ΚΝ.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἀρχ. σκύζω τροπῇ Αἰολ. τοῦ υ εἰς ου.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Απόσπασμα από βόα μεγανησιώτικη
“… Κι όταν θα με περάσουνε από τη γειτονιά σου,
σκούξε και βγάλε μια φωνή, πάει η παντοχιά σου…”
Μπολίτσα στο χρόνο