Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκούζω και σκρούω

σκρούω (οσκρός) = κεντρίζω.
φράση: “Μ΄ έσκουξε ένας σέρσελας” – “τον έσκρουξε ένας μαύρος σκορπιός”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σκρούζω (ἐσ-κρίνω, κρούω, «ὀσκρὸς») = νύσσω, κεντρίζω, ἐρεθίζω: «μ’ ἔσκρουξ’ ἡ ἀσφήκα».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Σκρούει = κεντρίζει μέ ἰοβόλο κεντρί, ἀπό τό σκρός.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Σκούζω = φωνάζω δυνατά. ΚΝ.

Σημ. Ἐκ τοῦ σκύζω (Σύλλ. 14).

Σκούζω, § φωνάζω μεγάλως. ΚΝ.

Σημ. Ἐκ τοῦ ἀρχ. σκύζω τροπῇ Αἰολ. τοῦ υ εἰς ου.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου


Απόσπασμα από βόα μεγανησιώτικη

“… Κι όταν θα με περάσουνε από τη γειτονιά σου,
σκούξε και βγάλε μια φωνή, πάει η παντοχιά σου…”

Μπολίτσα στο χρόνο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.