φουμίζω
Φουμίζω = φημίζω, κοσμῶ, ἐξωραΐζω, προβάλλω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
φημίζω και φουμίζω.
Λέμε εφούμ(ι)σε ο τόπος.
Γραμματικά πρόκειται για ρήμα με την έννοια του επιδεικνύομαι, αλλά και του καλλωπίζομαι.
Στα μεσαιωνικά κείμενα, όπως είναι το “Χρονικόν του Μορέος” βλέπομαι: “κι άρξετο να φημίζεται εμπρός από τους Φράγκους” ή “κ΄ υπηγαινοέρχετον εκεί φημίζων το φαρίν του. Άρα με βάση τα παραπάνω, εφούμ(ι)σε θα πει εκαλλωπίστηκε, ομόρφηνε (ο τόπος ή …).
Ο Δημητράκος προσθέτει την παροιμία “Ποιος φουμίζει τον γαμπρό; Η καλή του πεθερά (επί των επαινούντων τα εαυτών).
Η λέξη δεν έχει σχέση με το φούμο (ιτ. Fumo), καπνός, μουτζούρα. Αν όμως τη συσχετίσουμε, τότε έχουμε το σχήμα της μεταφοράς, σύμφωνα με το οποίο η σημασία της λέξεως κατά κάποιο τρόπο μεταφέρεται από τη μια έννοια στην άλλη. Δηλαδή από το μουντζουρώθηκε στο ομόρφηνε.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Φουμίζω: Α. Μυρίζω όμορφα, εξ ού και ο «φουμώσος τυρός», (Αθήν. 113 C). Φούμος είναι και ο καπνός του τσιγάρου (λατ. fumus = καπνός). Πολλές φορές αναφέρεται και με ειρωνική διάθεση υποτίμησης. Β. Αρχ. ρ. φημίζω = δίνω φήμη.
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα
Αυτοσχέδιο δίστιχο σε πρόποση γάμου στο Μεγανήσι.
Μια νύφη που πηγε σε κοντινό χωριό, πολύ όμορφη, μητέρα της Ντούλας Καββαδά-Μπούκρα, σήκωσε το ποτήρι της και είπε:
“Σαν το καλώς εκόπιασα κι ας έκαμα τον κόπο,
ήτρα και σας εφούμισα τον άσχημο τον τόπο”
Μπολίτσα στο χρόνο