χλίβομαι
Χλίβομαι = θλίβομαι, λυποῦμαι, δυσθυμῶ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Από μοιρολόι (Μεγανήσι)
“Για κλάψετε να κλάψουμε, χλιφτήτε να χλιφτούμε
να μάσουμε τα δάκρυα, να σούρει ένα ποτάμι.
Να πάει κα΄ στη μαύρη γης, να πάει στο κάτου κόσμο
για να νιφτούν οι άνιφτοι, να πιουν οι διψασμένοι
κι αυτοί με τις βαριές πληγές να πλύνουν τις πετσέτες”
Μπολίτσα στο χρόνο