π(ι)θώνω
Πιθώνω (ἀπὸ-τίθημι) = ἀποθέτω, φυλλάσω, τοποθετῶ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Απόσπασμα από μοιρολόι του Μεγανησίου
“Μαυρέτα μου τον πόνο σου πού να τονέ πιθώσω;
να τον πιθώσω στα κλαριά, τον παίρνουν τα πουλάκια,
να τον πιθώσω στο τρίστρατο, τον παίρνουν οι διαβάτες. …”
Μπολίτσα στο χρόνο
φράση: “το ΄σκωσε και το πιθωσε” = το σχολιάσε επίμονα και αρνητικά
Κάλαμος -Ρέα Μανωλάτου
βλ και απ(ι)θώνω και π΄θώνω